Την ομίχλη στην Απείρανθο την λένε κατσιφόρα.

.Ο Κατσιφόρας 
(Του Δημήτρη Φλ. Γλέζου)


Στην ζωή μα και από καταβολής κόσμου κι ο κατσιφόρας.
Έμνευση και τραγούδι που
πλανεύει. Γλυκό ψυχικό φύσημα που μας πάει και μας φέρνει, σα ντο-ν-ίδιο που κουβαριάζεται στο βουνό.
Και φαίνεται, πως κει πάνω στ Απεράθου είναι η
τρύπα ντου ...., το παλάτι μαι το στέκι του θρόνου ντου, απού το γκάτω κόσμο ως απάνω στο "Θεό" ... και στα σύννεφα, και κουκουλώνει το χωριό.
Λες και κάθα βολά που ξετρυπωνει, σ εμάς απάνω 'κει κάθεται και ξαπλώνει σα στο σπίτι ντου και χαίρεται, όπως το ίδιο και 'μείς μαζί ντου.
Αλλά και πως μαθές να το ΄ρμηνέψεις, που σου ξετονά σε ίορτινές μέρες, σαν ντη "Λαμπρή"και τση "Παναϊάς", την ώρα που ο ήλιος καύγει και ζεματά το ρέστο νησί;
Ετσάκαι φέτι στο δεκαπενταύγουστο , μας ήρθε ταχιά-ταχιά , με τον ξεσηκωμό που λένε.
Ε μου ΄ναι δύσκολο και δεν μπορώ να πω και να γράψω 'ια κείνο το φανταχτερό θέαμα, που σε κουλουριάζει μέσα και όξω μαζί ντου και νοιώθεις πως πετάς ..... και συ χαμηλά - χαμηλά και κουτουλά με τα σύννεφα.
Με το κατσιφόρα λοιπόν ναπού  την από 'πα μεριά του "Ζα" , ίσαμ ' απάνω στα καύκαλα τω Φαναριώ, να το νε θωρείς να κουβαλιέται και να καβαλικεύγει το χωριό και μεις με την συλλοή .... ία κείνες τσ' αύριστες αλλοτινές μέρες να βρέχει στην ψυχή μας, γλυκάδα, πόνος και θύμησες......
"Να μου μια μέρα στο χωριό να δω το γκατσιφόρα..."
Καταλαβαίνετε τώρα, φωθιές που κορώνουνε μέσα μας μακριά απο το ντόπιο και τα βουνά μας εκεί, που η φύση αλλιώς τα σπέρνει και τα γεννοβόλα .
 Και μεις, από κοντά και μακριά, μ' όλο τέθοιες συλλοές ζούμε... υποταγμένοι στα δημιουργήματα της φύσης κα τα δικά μας, εκεί, ριζωμένοι σα ντα βουνά μας, μ' ένα τσουβάλι ζεματιστές μνήμες.
  Και λέμε βέβαια, πως μας 'εμόζουν νοσταλγικά ένα σωρό κι άλλα πράγματα -ας πούμε το φεγγάρι -που το θωρείς απού το <<ψαρογκρέμναρο>> ολόεμο (= ολόκληρο,γεμάτο) σαν ήλιος τση νύχτας να κατεβαίνει στα βουνά, να χάνεται και 'μεις, πάλι τραγούδι.
  Α δε 'υρίσει δε γκουνώ το φεγγαράκι στο βουνό.
  Σκέψου να το θωρείς κατακέφαλα σου να φέγγει λαμπρό - λαμπρό, σαν ντο ήλιο και με την ίδια γλυκάδα στα βουνά και στη γκαρδιά σου. Και συ, τι άλλο; ν' αγναντεύεις πέρα - πέρα, ως απάνω στα πανοβούνια και στα ριζογκρέμναρα, ξαπλωμένες... τσι σύθαμπες σκιές του.
 Τώρα θα μ' αρωτήξετε στην Αθήνα το φεγγάρι δεν είναι όμορφο;
 Μα... δε ντο' χω θωρισμένο ποτές μου...
 Αλλά, 'ιά να ξεμπερδεύγουμε... ξανά στη λατρεία... Και στην ξάπλα... του κατσιφόρα, που τα σκεπάζει όλα...,μα όλα και τον ήλιο και το φεγγάρι. και μεις, κοιλοπονούμε... από που τα σκεπάζει όλα..., μα όλα και τον ήλιο και το φεγγάρι, και μεις, κοιλοπονούμε... από μνήμες και θύμησες.
 Ξέρεις ειντά ΄ναι, να τονέ θωρείς να ξεπροβαίνει στο <<Ζα>> και στα <<Φανάρια>> - χειμώνα καλοκαίρι- και να σου φέρνει απού τα ίδια τα βουνά τη ντροσά και τη μπνοή ντωνε; Κι ακόμα, να πασπατεύγει και να ντροσίζει τα σωθικιά σου, με χίλιες χιλιάδες συλλοές γλυκιές και πονεμένες...
 <<Κι επά που τα λέμε>> τώρα, απάνω σ΄ εούτα τα βουνά τω Φαναριώ, βρίσκανε, αλλότες κατακαλόκαιρα ζουλοπρόβατα. Τα χιλιάρμενα τω Φουντούληδω και τω Μπαρδάνηδω κουδουνωμένα. Ε, σε κείνες τσ΄ ώρες, απού κάτω στα μάθια των αστεριώ, καταλάβαινες απού τα κουδουνίσματα και τη μελωδική βοή καιμιάν άλλη μεριά τση ζωής, που τη ζωντάνευγε ακόμα πλιο μαγικά, η τζαμπούνα και το σουβλιάρι του βοσκού.
 Τώρα; όλα <<σποριάσανε...>> εχτός απού τον νήλιο, και το φεγγάρι (στην Αθήνα κι εφτά ψωριασμένα...) σ΄ τσι τόποι και στ΄ αλλοτινά βουνά τση βοσκοσύνης και τση ζωής.
 Δυστηχώς σήμερα φυτρώνουνε στα χωριά, μαγαζάκια... του σκοταδιού και του σκωτομού... και μπάμπουρα στέκια τση νύχτας...
 Αλλά να τελειώσουμε με τα βουνά και τα δένδρα του χωριού και το γκατσιφόρα, που στέκουν εκεί χιλιάδες τω χιλιάδω μέρες και νύχτες στην ίδια θέση, ακούνητα, ριζωμένα.
 Να τελειώσουμε και με <<τση Παναϊάς>> που πέρασε - μεγάλ΄η χάρη τζη. Και τ΄ άλλο πρωί, ξανά η λιακάδα.
 Και το δικό μας θυμητικό, εκεί μεγαλώνει. Στο βουνό τα περάσματα, στσι περασμένοι καιροί και με ΄κείνες τσι μοίρες περπατούμε...
                                                                                                                                     
                                          (Πρωτοδημοσιεύτηκε στο <<Ναξιακόν Μέλλον>> τον Σεπτέμβριο 1991).

.κ α τ σ η φ ό ρ α ..σκεπάζει την ουράνια μοναξιά..τρανή αλήθεια σε μια διαφορετική εκτέλεση από
την Αναματερού Μαρία στο «Γιαβάς Γιαβάς» διατηρώντας το φάσμα της σποράς στην Παράδοση.
 Video : Γιάννης Ζαζάνης

6 σχόλια:

  1. αρίφνητη η καρδιά του ανέμου στον τόπο..
    που χτυπάει μες τα σύννεφα σαλπάροντας ταξιδιάρικα..
    του δημιουργου του βιντεο…που καλο θαταν να αναγραφεται …

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Φίλε μου ζητώ συγγνώμη αλλά το βρήκα από το youtube και δεν αναφέρθηκα γιατί δεν αναγράφεται ο ιστότοπός σου. Τώρα τον είδα μέσα από το μήνυμα σαν Γιώργος Ζαζάνης. Πολύ όμορφο το βιντεάκι πολύ καλά ντυμένο πάνω σ αυτούς τους υπέροχους στίχους, μουσική και φυσικά ερμηνεία. Να σαι καλά .

      Διαγραφή
    2. Γιαννης Ζαζανης...οχι Γιωργος, στο YouTube εχω κανάλι captainzan...η εαν πατε στο YouTube και γραψετε Απεραθου οσα βιντεακια δειτε με το captainzan ειναι δικα μου μπορειτε να τα ανεβασετε στην ιστιοσελιδα σας αρκει να αναγραφουν τον δημιουργο...ευχαριστώ

      Διαγραφή
    3. επισης εχω και ιστιοσελίδα, Ταξιδευτης του Νου και εκει θα βρητε αρκετα για τον τοπο μας

      Διαγραφή
    4. Την είδα την σελίδα σου. Πολύ ωραίες φωτοτογραφίες και τα κείμενα επίσης. Σ ευχαριστώ για την άδεια χρήσης. Στην Απείρανθο μένεις?

      Διαγραφή
  2. οχι..ειμαι συνταξιουχος πλοιαρχος...τα γραφω στο προφιλ μου...για 10 χρονια ημουν στα Hspeed...μενω Γαλατσι απο το 1961

    ΑπάντησηΔιαγραφή