Η Σκιά των Γονιών…

Της Δήμητρας Γκουντούνα
Δεν ξέρω, δεν είχα γεννηθεί, και δεν γνωρίζω, γιατί είμαι κολλημένη σ΄ εκείνη τη γενιά της Κατοχής. Ίσως γιατί με το διάβασμα και τις αφηγήσεις γνώρισα μια γενιά που της πούλησαν την αθωότητα της και τις Αρχές της, από τα βρεφικά της βήματα. Ίσως γιατί βρίσκω τον Μικρό Ήρωα- ή γιατί ελπίζω να τον βρω -, σε τούτη τη γενιά που μεγαλώνει τώρα…. Ίσως γιατί η δική μου γενιά είναι η
‘’γενιά της πίτας και της, ήττας’’ που λέει και ο ποιητής. Ας είναι…. Πόλεμος, εμφύλιος, απελευθέρωση Ελπίδα. Είναι πεινασμένη η Ελλάδα. Αγκομαχάει αλλά σηκώνεται. Κάνει τα πρώτα βήματα προς την ‘’εξέλιξη’’ συναντάει τη γενιά του ΄60.Χατζιδάκις,Θεοδωράκης ,ακόμη και εδώ διαχωρισμένοι οι ΕΛΛΗΝΕς… ναι και στην μουσική. Ξεσπάνε κινήματα στην Αρχιτεκτονική, στην Ποίηση στην Πολιτική.. Ανένδοτος, Λαμπράκηδες, Δίκες, πορείες ,Κυπριακό και προς το τέλος της δεκαετίας όλα αυτά τα κινηματα συναντούν …. τους ‘’Εθνοσωτήρες. ’’

Και μέσα σ΄ αυτή την λαίλαπα υπάρχει ο κυρ Δημήτρης. Ματωμένος από την Κατοχή ,τον Εμφύλιο κάνει οικογένεια. Είναι τσαγκάρης, στην Απείρανθο της Νάξου. Αγκομαχάει ,να ζήσει τα παιδιά του αλλά έχει ορκιστεί για δύο πράγματα οι γιοί του ο Μιχάλης και ο Κώστας να γίνουν Επιστήμονες και Δημοκράτες. Όλη του η περιουσία μια μηχανή Σίγκερ και η περηφάνια του. Στερήθηκε τις απολαύσεις της Ζωής. Αλλά Κέρδισε το στοίχημα… Αυτή τη μηχανή ,με ένα ζευγάρι δερμάτινα παπούτσια και 1 ζευγάρι καλαπόδια ‘συνάντησα’ στο σαλόνι του γιατρού μου. Περιμένοντας τον Αιχμαν ,όπως τον λέμε οι φίλοι του , τον Κώστα Βλαστό, τον οδοντίατρό μας, παρατηρούσα αυτή τη Σίνγκερ . Πάνω στο ξύλο της με τις βαθιές ουλές, το χαμόγελο του κυρ Δημήτρη κορνιζαρισμένο…. Πάντα μ΄ αφήνει τελευταία ο γιατρός, για να μιλήσουμε για τις πολιτικές εξελίξεις να βγει με την άσπρη του μπλούζα με μια πελώρια σύριγγα στο ένα χέρι και μια τανάλια στο άλλο απειλώντας με Ηρθεν η ώρα σου Δημητρούλα…

Στη συνέχεια καταδικάζουμε το σύστημα και για να καταλαγιάσει η ψυχή μας το ρίχνουμε στο ανθότυρο από την λατρεμένη του Νάξο και οι ρακιές δίνουν και παίρνουν. Αν και είχα καταλάβει ότι η μηχανή αυτή είχε συναισθηματική αξία για τον γιατρό, δεν μπόρεσα και τον ρώτησα, ’’Γιατρέ, αυτή η μηχανή;; ’Για πότε ο γιατρός, έγινε παιδάκι… Με τι λατρεία την χάιδεψε, και πόσο απλά μου είπε : «Αυτή η μηχανή με σπούδασε…» μ΄ άφησε με το χαμόγελο της χαζής που δεν ήξερε τι να πει.. Και έκλεισε την κουβέντα με δυο λόγια: Όταν έκανα τα εγκαίνια του Ιατρείου, ήρθε κόσμος -  λουλούδια - τούρτες και τα γνωστά. Αφού τέλειωσε η συγκέντρωση, πήρα τον πατέρα μου και τα παιδιά μου και είπα άσε αύριο τα φτιάχνουμε. Και καθώς κλείδωνα με πιάνει από τον ώμο, γυρίζω και του λέω ξεχάσαμε τίποτα πατέρα; Εσύ παιδί μου να μην ξεχάσεις ποτέ ότι ξεκίνησες φτωχός…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου