Σαρακοστιανά....(Κ.Μ. Ματζουράνης)
Ήτανε σε παληά, προπολεμικά χρόνια. Στ Απεράθου.
Το παιδί ήταν γειτονάκι μου στο Υρόκαστρο, κάμποσο μικρότερο από μένα κι από σπίτι λίγο πιο φτωχό από το δικό μου. Κι αγαπούσε , όπως όλα τα παιδιά της ηληκίας του και της φτώχειας του, τον χαλβά. Τον χαλβά που σπάνια φυσικά τον έβλεπε στο σπίτι τους. Κάθε Σαρακοστή που ο καημένος ο Μανωλάκης ο Μελισσηνός (ο μπακάλης) μοστράριζε τον χαλβά στο μαγαζί του, όλη η έγνοια και η
αποθυμιά του φτωχού παιδιού ήταν ο χαλβάς. Στο δικό μου σπίτι φαίνεται πως κάπου η γλυκειά λιχουδιά αντικαθιστούσε ή συμπλήρωνε, στο Σαρακοστιανό τραπέζι, τα βρεχτοκούκια, τα χόρτα και τις εληές. Το φτωχό γειτονόπουλε δοκίμαζε σπάνια αυτή την ευτυχία. Δεν είχε ουδέ και την ευτυχία που δοκίμαζε κάποτε με το άσπρο , το φαρινιένο ψωμί. Γιατί όσα παιδιά είχαμε την τύχη να τρώμε άσπρο ψωμί, πολλές φορές το προσφέραμε στα φτωχότερα που μας έδιναν το μαύρο το δικό τους το κριθαρένιο. Αυτό το τελευταίο το βρίσκαμε πιο γευσάτο. Μα τον χαλβά δεν τον αλλάζαμε με τίποτε. Γιατί και εμείς τον αγαπούσαμε σαν παιδιά. Και καθώς ούτε και εμείς δεν είμαστε και παραχορτασμένο από λιχουδιές και γλυκίσματα.
Τις ημέρες λοιπόν της Σαρακοστής το φτωχό γειτονόπουλο, όλο τον χαλβά είχε στο νου του. Κι ανάμεσα στις εκδηλώσεις και τα φανερώματα εκείνης της ανικανοποίητης παιδικής επιθυμίας, θυμάμαι την πιο γουστόζικη.
Όταν η μάνα του δινε χρήματα και τον έστελνε να της αγοράσει, ας πούμε ένα κουτί σπίρτα εκείνο την ρωτούσε φεύγοντας:
"Ω μάνα, καλέ α δεν έχουνε σπίρτα , να πάρω χαρβά .....;"
Και η μάνα για να πάει το παιδί πιο πρόθυμα και πιο γρήγορα για τα σπίρτα που της χρειάζονταν, του απαντούσε:
"Μουρέ ναι, αν δεν έχουνε σπίρτα..."
Και ο διάλογος μπορούσε να επαναληφθεί αρκετές φορές μεσ την Σαρακοστή.
"Ω μάνα, αν δεν έχει ο Μανωλάκης αλάτσι να πάρω χαλβά;"
"Μουρέ ναι, πάαινε δα μόνου μάνι μάνι."
"Ω μάνα αν δεν έχουνε τσαρδέλες να πάρω χαρβά;"
"Μουρέ πάαινε κακοθάνατε και πάρε. Αν δεν έχουνε τσαρδέλες..."
Δεν μπορώ να θυμηθώ αν ήρθε ποτέ πίσω στο Υρόκαστρο το γειτονόπουλο, φέρνοντας χαλβά. Αλλά αυτό φαίνεται πως δεν έγινε ποτέ. Εκείνο που θυμάμαι είναι πως ο συγχωρμένες ο Μανωλάκης, ο Μελισσηνός, μια μέρα που ένας Υροκαστρινός του μίλησε για την μεγάλη λαχτάρα του παιδιού, το μπούκωσε ένα κομμάτι χαλβά.
Γιατί ο Μανωλάκης εκείνη την μέρα δεν είχε καταλάβει και δεν μπορούσε να εξηγήσει τον τρόπο που το παιδί ζητούσε να προμηθευτεί τα διάφορα είδη. Γιατί το φτωχόπαιδο έμπαινε μεσ το μπακάλικο και δεν έλεγε ποτέ "δότε μου ένα κουτί σπίρτα" ή "βάλτε μου μισή οκά αλάτσι". ¨εκανε (ανάλογα με το είδος που του χε παραγγείλει η μάνα του) τις ακόλουθες ερωτήσεις:
" Ω κύριε Μανωλάκη, καλέ μπας και δεν έχεις σπίρτα;"
" Ω κύριε Μανωλάκη, είπε μου η μάνα μου πας και δεν φέρατε αλάτσι;"
' Ω κύριε Μανωλάκη καλέ μα πας τελείωσαν οι τσαρδέλες σου;"
Ω δυστυχία για τα χρόνια εκείνα και για κείνα τα φτωχόπαιδα. Το μπακάλικο του Μελισσηνού είχα πάντα σπίρτα. Προμηθευόταν έγκαιρα αλάτι. Δεν άφηνε να του τελειώσουν οι σαρδέλες του. Και δεν βρέθηκε ούτε μια φορά να πουλάει μόνο και αποκλειστικά χαλβά, όλο χαλβά. Ένα σωρό χαλβά, μεγάλον, τουρλωτόν σαν μια κορφή του Φαναριού, όπως το ονειρευόταν, κάθε βράδυ όλη τη Σαρακοστή το γειτονάκι μου, ο Αντώνης.....
Κώστας Μ. Ματζουράνης
(Ναξιακό Μέλλων 1971 , αρ φυλ. 331)
Επιμέλεια : Παναγιώτης Σ. Δελλαμάνης
Ήτανε σε παληά, προπολεμικά χρόνια. Στ Απεράθου.
Το παιδί ήταν γειτονάκι μου στο Υρόκαστρο, κάμποσο μικρότερο από μένα κι από σπίτι λίγο πιο φτωχό από το δικό μου. Κι αγαπούσε , όπως όλα τα παιδιά της ηληκίας του και της φτώχειας του, τον χαλβά. Τον χαλβά που σπάνια φυσικά τον έβλεπε στο σπίτι τους. Κάθε Σαρακοστή που ο καημένος ο Μανωλάκης ο Μελισσηνός (ο μπακάλης) μοστράριζε τον χαλβά στο μαγαζί του, όλη η έγνοια και η
αποθυμιά του φτωχού παιδιού ήταν ο χαλβάς. Στο δικό μου σπίτι φαίνεται πως κάπου η γλυκειά λιχουδιά αντικαθιστούσε ή συμπλήρωνε, στο Σαρακοστιανό τραπέζι, τα βρεχτοκούκια, τα χόρτα και τις εληές. Το φτωχό γειτονόπουλε δοκίμαζε σπάνια αυτή την ευτυχία. Δεν είχε ουδέ και την ευτυχία που δοκίμαζε κάποτε με το άσπρο , το φαρινιένο ψωμί. Γιατί όσα παιδιά είχαμε την τύχη να τρώμε άσπρο ψωμί, πολλές φορές το προσφέραμε στα φτωχότερα που μας έδιναν το μαύρο το δικό τους το κριθαρένιο. Αυτό το τελευταίο το βρίσκαμε πιο γευσάτο. Μα τον χαλβά δεν τον αλλάζαμε με τίποτε. Γιατί και εμείς τον αγαπούσαμε σαν παιδιά. Και καθώς ούτε και εμείς δεν είμαστε και παραχορτασμένο από λιχουδιές και γλυκίσματα.
Τις ημέρες λοιπόν της Σαρακοστής το φτωχό γειτονόπουλο, όλο τον χαλβά είχε στο νου του. Κι ανάμεσα στις εκδηλώσεις και τα φανερώματα εκείνης της ανικανοποίητης παιδικής επιθυμίας, θυμάμαι την πιο γουστόζικη.
Όταν η μάνα του δινε χρήματα και τον έστελνε να της αγοράσει, ας πούμε ένα κουτί σπίρτα εκείνο την ρωτούσε φεύγοντας:
"Ω μάνα, καλέ α δεν έχουνε σπίρτα , να πάρω χαρβά .....;"
Και η μάνα για να πάει το παιδί πιο πρόθυμα και πιο γρήγορα για τα σπίρτα που της χρειάζονταν, του απαντούσε:
"Μουρέ ναι, αν δεν έχουνε σπίρτα..."
Και ο διάλογος μπορούσε να επαναληφθεί αρκετές φορές μεσ την Σαρακοστή.
"Ω μάνα, αν δεν έχει ο Μανωλάκης αλάτσι να πάρω χαλβά;"
"Μουρέ ναι, πάαινε δα μόνου μάνι μάνι."
"Ω μάνα αν δεν έχουνε τσαρδέλες να πάρω χαρβά;"
"Μουρέ πάαινε κακοθάνατε και πάρε. Αν δεν έχουνε τσαρδέλες..."
Δεν μπορώ να θυμηθώ αν ήρθε ποτέ πίσω στο Υρόκαστρο το γειτονόπουλο, φέρνοντας χαλβά. Αλλά αυτό φαίνεται πως δεν έγινε ποτέ. Εκείνο που θυμάμαι είναι πως ο συγχωρμένες ο Μανωλάκης, ο Μελισσηνός, μια μέρα που ένας Υροκαστρινός του μίλησε για την μεγάλη λαχτάρα του παιδιού, το μπούκωσε ένα κομμάτι χαλβά.
Γιατί ο Μανωλάκης εκείνη την μέρα δεν είχε καταλάβει και δεν μπορούσε να εξηγήσει τον τρόπο που το παιδί ζητούσε να προμηθευτεί τα διάφορα είδη. Γιατί το φτωχόπαιδο έμπαινε μεσ το μπακάλικο και δεν έλεγε ποτέ "δότε μου ένα κουτί σπίρτα" ή "βάλτε μου μισή οκά αλάτσι". ¨εκανε (ανάλογα με το είδος που του χε παραγγείλει η μάνα του) τις ακόλουθες ερωτήσεις:
" Ω κύριε Μανωλάκη, καλέ μπας και δεν έχεις σπίρτα;"
" Ω κύριε Μανωλάκη, είπε μου η μάνα μου πας και δεν φέρατε αλάτσι;"
' Ω κύριε Μανωλάκη καλέ μα πας τελείωσαν οι τσαρδέλες σου;"
Ω δυστυχία για τα χρόνια εκείνα και για κείνα τα φτωχόπαιδα. Το μπακάλικο του Μελισσηνού είχα πάντα σπίρτα. Προμηθευόταν έγκαιρα αλάτι. Δεν άφηνε να του τελειώσουν οι σαρδέλες του. Και δεν βρέθηκε ούτε μια φορά να πουλάει μόνο και αποκλειστικά χαλβά, όλο χαλβά. Ένα σωρό χαλβά, μεγάλον, τουρλωτόν σαν μια κορφή του Φαναριού, όπως το ονειρευόταν, κάθε βράδυ όλη τη Σαρακοστή το γειτονάκι μου, ο Αντώνης.....
Κώστας Μ. Ματζουράνης
(Ναξιακό Μέλλων 1971 , αρ φυλ. 331)
Επιμέλεια : Παναγιώτης Σ. Δελλαμάνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου