29 Αυγούστου 1933. Στο πανηγύρι του Αη Γιάννη στ Απεράθου. |
28 Αὐγούστου, ὥρα ἑσπερινοῦ μιᾶς ἄγνωστης χρονολογίας. Οἱ Ἀπεραθίτες, ὅπως διάβασα σ’ ἕνα παλιὸ ἔγραφο, πανηγύριζαν τὸν Ἅγιο Ἰωάννη στὰ Φινέλια, ὅπως ὀνομάζεται ἡ περιοχή.
Κάθε χρόνο ἡ πανήγυρη συνδυαζόταν μὲ φασαρία, καθὼς ὁ κόσμος ἦταν πολὺς καὶ ὁ αὐλόγυρος μεγάλος.
Συγκίνηση προκαλοῦσε νὰ βλέπεις τὸν
κόσμο στὸ φιδίσιο δρόμο, ποὺ τότε δὲν ἦταν ἄσφαλτος, τὶς γυναῖκες νὰ κρατοῦν τὶς εὐλογιὲς σκεπασμένες μὲ τὰ ὄμορφα ὑφαντὰ πεσκίρια καὶ τοὺς μοσχοβολημένους βασιλικοὺς καὶ νὰ πηγαίνουν μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια στὸ Ἅγιο, ἐκπληρώνοντας κάποιο τους τάμα. Μικροὶ καὶ μεγάλοι, παρέες-παρέες ἔφθαναν στὸν Ἅη Γιάννη τιμώντας τον ὡς τὸν ἀγαπημένο τους Ἅγιο. Ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἄλλα χωριὰ ἔφθαναν πιστοί, γιὰ νὰ συμμετάσχουν στὸ Ἀπεραθίτικο πανηγύρι.
Πολλὰ συνέβαλαν στὴν ὄμορφη πανήγυρη ποὺ ἔδινε ἕνα ξεχωριστὸ χρῶμα στὴν ἡμέρα. Σὲ κανένα ποὺ ἀνέβαινε τὸν ἀνηφορικὸ δρόμο, ὅταν ἔφθανε στὸν Ἅη Γιάννη, δὲ διέφευγε τὴν προσοχή ἡ σκηνὴ μὲ τὸν τυφλὸ Σάββα ἀπὸ τὸ Φιλώτι, ποὺ περίμενε τὴ μέρα γιὰ νὰ νοιώσει ἀγάπη ἀπὸ τοὺς πανηγυριστές. Ἡ ψυχὴ μικρῶν καὶ μεγάλων λύγιζε μπροστά του, ποὺ καθισμένος σὲ μιὰ πέτρα στὴν ἄκρη τοὺ δρόμου τέντωνε τὸ χέρι του, βυθισμένος στὸ σκοτάδι, ζητώντας βοήθεια.
Φθάνοντας στὴν Ἐκκλησία ἔβλεπες ἐμπόρους νὰ προκαλοῦν μικροὺς καὶ μεγάλους μὲ τὰ ἐμπορεύματα, ἰδίως παιχνίδια. Ἐκεῖνο τὸ κόκκινο γιογιὸ πόσο ἄρεσε στὰ παιδιά! Δεμένο μ’ ἕνα λάστιχο τὸ πίεζαν κάτω ἀπὸ τὴν παλάμη, τὸ λάστιχο μάκραινε ὡς τὸ ἔδαφος καὶ ἡ ἐπανάληψη δημιουργοῦσε εὐχάριστο παιχνίδι. Ἄλλοι πουλοῦσαν ἀχλαδοῦνες καὶ σ’ ἄλλους ἔπεφτε ἡ μύτη ἀπὸ τὴ μυρωδιὰ τοῦ ψητοῦ χταποδιοῦ. Τὸ λουκούμι ἦταν τὸ νηστίσιμο γλυκὸ τῆς ἡμέρας. Σωστὴ ἐμποροπανήγυρη ποὺ ἔκανε διαφορετικὴ ἐντύπωση ἀπὸ τὴ σημερινή. Καὶ συνεχίζει τὸ ἔγγραφο κατὰ γράμμα: «Λαμπρὰ πανήγυρις κατ’ ἐκεῖνον τὸ ἔτος. Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Παροναξίας ἀπέδωσε τιμητικὴν λαμπρότητα εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Τιμίου Προδρόμου διὰ τῆς παρουσίας Του συνοδευόμενος ὑπὸ δύο ἱερέων καὶ ἑνὸς διακόνου. Ὅμως, τὸ κήρυγμα, ὅπερ ἐξήγγειλε, δὲν εἶχεν ἀπήχησιν τοῖς πανηγυρισταῖς, διότι ἐγένετο φασαρία καὶ ἀπηυθύνετο εἰς ὦτα μὴ ἀκουόντων. Μᾶλλον ὀχλαγωγία ἐπικρατοῦσε παρὰ τιμὴ εἰς τὸν Ἅγιον. Ὁ Δεσπότης δυσηρεστήθη ἕνεκεν τούτου, θεωρῶν προσβολὴν εἰς τὸ πρόσωπόν Αὐτοῦ τὴν ἀδιαφορίαν τοῦ λαοῦ, ὅστις περιεφρόνει Αὐτὸν διὰ τῆς ἀταξίας κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θείου κηρύγματος. Ἴσως ὅμως, λόγῳ τῆς κοσμοσυρροῆς, τοῦ μικροῦ ναοῦ καὶ τοῦ μεγάλου προαυλίου, τὸ ὁποῖον κατεκλύζετο ὑπὸ τῶν πανηγυριστῶν, νὰ μὴν ἦτο ἐσκεμμένη ἡ στάσις τοῦ λαοῦ ἔναντι τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου, διότι ἔτσι συνήθως συμβαίνει εἰς τὰς πανηγύρεις. Πολλοὶ ὅμως συμμεριζόμενοι τὸν Σεβασμιώτατον καὶ ἠγανακτισμένοι διὰ τὴν φασαρίαν ἐξέφρασαν τὴν γνώμην ὅτι ὁ Δεσπότης δὲ θὰ ἐνεφανίζετο ἄλλην φορὰν εἰς τὴν πανήγυριν τοῦ Ἁγίου». Καὶ συνεχίζει τὸ ἔγγραφο αὐτολεξεί: «Τὸ ἑπόμενον ἔτος ἠρωτήθη ὁ Δεσπότης ὑπό τινος καλοπροαιρέτου χριστιανοῦ: Σεβασμιώτατε, θὰ τιμήσητε ἐφέτος τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τῆς Ἀπειράνθου διὰ τῆς παρουσίας Σας;» Καὶ ὁ Σεβαμιώτατος ἔχων τὴν ἐμπειρίαν τοῦ περασμένου ἔτους ἀπήντησε: «Α πα πα πα πα… ! Γενεὰ σκολιὰ καὶ διεστραμμένη. Θὰ προτιμήσω νὰ παρευρεθῶ εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τοῦ χωρίου….». Δὲν ἀναφέρει τὸ ἔγγραφο τὸ χωρίον γιατὶ εἶναι φθαρμένα τὰ γράμματα. «Εἰς τὸ χωρίον τοῦτο οἱ χριστιανοὶ μὲ δέχονται μὲ σεβασμὸν καὶ ἀγάπην». Ὁ διάλογος συνεχίζεται: «Σεβασμιώτατε», λέγει ὁ πιστός, «κατὰ τὴν ρῆσιν τοῦ Κυρίου, οἱ ἄρρωστοι ἔχουσιν ἀνάγκην θεραπείας. Προτιμᾶτε τοὺς φίλους καὶ τοὺς πλησίον, ὄντας ὑγιεῖς ἐναρέτους καὶ σεσωσμένους καὶ περιφρονεῖτε ἡμᾶς ὡς ἀλλοτρίους, ἀσθενεῖς καὶ ὄντας εἰς τὴν ροπὴν τῆς φθορᾶς;» «Α πα πα πα πα… !», Ἐπαναλαμβάνει ὁ Δεσπότης, «Ὑμεῖς ἐστε ἄγριοι, ἀδιάφοροι εἰς τὰ τῆς πίστεως, ἄθεοι». Καὶ ὁ πιστὸς χριστιανὸς ἀπαντᾷ χαμηλόφωνα: «Ναί, ἀλλὰ εἴμαστε καὶ φιλότιμοι. Ὁ πολὺς κόσμος Σᾶς σέβεται καὶ ἐπικαλεῖται τὰς ἁγίας εὐχάς Σας». «Α πα πα πα πα… !», συνεχίζει τὸ ἔγγραφο, «γενεὰ σκολιὰ καὶ διεστραμμένη. Δὲν θὰ ἔλθω ποτὲ ξανὰ εἰς τὰ ἀπολωλότα πρόβατα. Α πα πα πα πα… !». Καὶ ὁ χριστιανὸς, πιστεύοντας ὅτι ἡ σωτηρία θὰ προέλθει μόνο μὲ πρόγραμμα διάσωσης τῆς ἐνορίας ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο καὶ θὰ βελτιωθεῖ ἡ κατάσταση τῶν ἐνοριτῶν συνεχίζει παρακλητικά: «Σεβασμιώτατε, Σας παρακαλοῦμεν καὶ Σας περιμένουμεν εἰς τὴν «Ὡραίαν Πύλην τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ νὰ ὑψώσητε τοὺς ὀφθαλμοὺς Ὑμῶν εἰς τὸν Κύριον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ νὰ ἀκούσωμεν ἐκ τοῦ στόματος καὶ τῆς καρδίας Ὑμῶν τὸ: Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε καὶ ἐπίσκεψαι τὴν ποίμνην ταύτην καὶ διάσωσον αὐτὴν, ἥτις κινδυνεύει ὑπὸ λύκων ἀγρίων. Θεράπευσον τὸ μικρὸν τοῦτο ποίμνιον, ὃ Σύ μοι ἐνεπιστεύθης καὶ ὁδήγησον τὰ ἀπολωλότα πρόβατα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ σταυροαναστασίμου σώματός Σου. Μὴ στήσῃς τῷ ἁμαρτωλῷ ποιμνίῳ τὰς ἁμαρτίας τούτου. Ἰδοὺ ἐγώ, τύπος Σοῦ, τοῦ καλοῦ Ποιμένος, προσοίσω τὰ πλανηθέντα εἰς τὴν μάνδραν τῆς σωτηρίας καὶ συνανυψώσω ἅπαντα εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ».
Ὑπάρχει καὶ συνέχεια στὸ ἔγγραφο, ἀλλὰ δὲ διαβάζεται λόγῳ τῆς φθορᾶς τῶν γραμμάτων. Καὶ τελειώνει: «Εὐχαριστοῦμέν Σοι, Σεβασμιώτατε». Ὑποθέτουμε ὅτι ὁ πιστὸς ἔπεισε τὸν Δεσπότη νὰ ἔλθει στὴν Ἀπείρανθο καθ’ ὅτι στὸ τέλος τὸν εὐχαριστεῖ.
Εἰρήνη Β. Πολυκρέτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου