Γράφει ο Φρατζέσκος Μαργαρίτης
Γεννήθηκε πριν 49 μόνο χρόνια, δίπλα στο Στιαστό του Βρόντου στη Φυροΐστρα και παντρεύτηκε την Αγγελίκα του Κιαϊαδαντώνη, δίπλα στη Βρύση του Καραβά. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά κι άλλο ένα που χάσανε ασαράντιστο.
Την εξωτερική του εμφάνιση, θα τη χαρακτήριζα ορεσίβια. Ντρίλινη τραϊάσκα του Καράτζου, ροδοκόκινα μάγουλα από το συνεχές ψήσιμο του ήλιου, γαλανή αγριάδα του μόχθου και του κάματου στο βλέμμα, χοντρά και
ροζιασμένα δάχτυλα από το στειλιάρι του γκασμά και της αξίνας.
Με τα χέρια του κέντησε τη γη στο "ψιλό ιταμί" του Όξω και του Πέρα Χωριού και την έστειψε στο Τουνέλι, τον Ρούχουνα, την Αγριοσυκιά. Δεινός ασμυριγλάς και με αντοχές στην έλλειψη οξυγόνου, αλλά αμφιβάλλω αν πρόλαβε να πάρει τη σύνταξη..
Εκείνος έβρισκε τη "σφραΐδα" του χοίρου το Προφωνό Σαββάτο στην Πλάτσα και τον κρεμούσε απάνω στον πλάτανο. Με το κρασί που κερνούσε κάθε χρόνο, άναβε το κέφι κάτω απ' το Στιαστό. Πρωτοστάτης της Τυρνής Κυριακής, με τη στάμπα και τον αερα του παλιού κουδουνά και το διονυσιακό μένος που απαιτούνταν. Όλοι οι νεότεροι, προσπαθούσαν ν' αντιγράψουν τις κινήσεις του, απορώντας για το μέγεθος των κουδουνιών, το γάρμπος, την επιδεξιότητα, τους ελιγμούς και τον ήχο.
Κάθε φορά που λέγαμε τα κάλαντα ή μοιράζαμε το ημερολόγιο του Συλλόγου, τον βρίσκαμε να κάθεται στο ίδιο σημείο μες στο μαεργειό του σπιτιού του. Το τραπέζι, ηταν πάντα στρωμένο με ζαμπόνι, ελιές, τυρί, ρόστο και η καράφα πάντα γεμάτη. Η ατμόσφαιρα έβραζε από τη ζέστη της ξυλόσομπας και από την οικογενειακή θαλπωρή. Πρόπερσι μου είχε δώσει μερικές από τις κουκούλες που κρεμόταν μες στην αυλή, για τα κουκουλομαεργιά της Πρωτοχρονιάς.
Απ' το πουντί του σπιτιού μου, βλέπω τα ξύλα που κουβαλούσε όλο το καλοκαίρι και τα στοίβαζε μέσα στο οικόπεδο για το ξεχειμώνιασμα και τρία γλυκοκολόκυθα απάνω στ' ανεφοκάτωφλα της αυλόπορτας, που τα 'χε βάλει για να ωριμάσουν. Και όλα αυτά, μέχρι πριν από είκοσι μέρες..
Καλή ξεκούραση Γαγά. Την είχες ανάγκη!
Γεννήθηκε πριν 49 μόνο χρόνια, δίπλα στο Στιαστό του Βρόντου στη Φυροΐστρα και παντρεύτηκε την Αγγελίκα του Κιαϊαδαντώνη, δίπλα στη Βρύση του Καραβά. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά κι άλλο ένα που χάσανε ασαράντιστο.
Την εξωτερική του εμφάνιση, θα τη χαρακτήριζα ορεσίβια. Ντρίλινη τραϊάσκα του Καράτζου, ροδοκόκινα μάγουλα από το συνεχές ψήσιμο του ήλιου, γαλανή αγριάδα του μόχθου και του κάματου στο βλέμμα, χοντρά και
ροζιασμένα δάχτυλα από το στειλιάρι του γκασμά και της αξίνας.
Με τα χέρια του κέντησε τη γη στο "ψιλό ιταμί" του Όξω και του Πέρα Χωριού και την έστειψε στο Τουνέλι, τον Ρούχουνα, την Αγριοσυκιά. Δεινός ασμυριγλάς και με αντοχές στην έλλειψη οξυγόνου, αλλά αμφιβάλλω αν πρόλαβε να πάρει τη σύνταξη..
Εκείνος έβρισκε τη "σφραΐδα" του χοίρου το Προφωνό Σαββάτο στην Πλάτσα και τον κρεμούσε απάνω στον πλάτανο. Με το κρασί που κερνούσε κάθε χρόνο, άναβε το κέφι κάτω απ' το Στιαστό. Πρωτοστάτης της Τυρνής Κυριακής, με τη στάμπα και τον αερα του παλιού κουδουνά και το διονυσιακό μένος που απαιτούνταν. Όλοι οι νεότεροι, προσπαθούσαν ν' αντιγράψουν τις κινήσεις του, απορώντας για το μέγεθος των κουδουνιών, το γάρμπος, την επιδεξιότητα, τους ελιγμούς και τον ήχο.
Κάθε φορά που λέγαμε τα κάλαντα ή μοιράζαμε το ημερολόγιο του Συλλόγου, τον βρίσκαμε να κάθεται στο ίδιο σημείο μες στο μαεργειό του σπιτιού του. Το τραπέζι, ηταν πάντα στρωμένο με ζαμπόνι, ελιές, τυρί, ρόστο και η καράφα πάντα γεμάτη. Η ατμόσφαιρα έβραζε από τη ζέστη της ξυλόσομπας και από την οικογενειακή θαλπωρή. Πρόπερσι μου είχε δώσει μερικές από τις κουκούλες που κρεμόταν μες στην αυλή, για τα κουκουλομαεργιά της Πρωτοχρονιάς.
Απ' το πουντί του σπιτιού μου, βλέπω τα ξύλα που κουβαλούσε όλο το καλοκαίρι και τα στοίβαζε μέσα στο οικόπεδο για το ξεχειμώνιασμα και τρία γλυκοκολόκυθα απάνω στ' ανεφοκάτωφλα της αυλόπορτας, που τα 'χε βάλει για να ωριμάσουν. Και όλα αυτά, μέχρι πριν από είκοσι μέρες..
Καλή ξεκούραση Γαγά. Την είχες ανάγκη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου