Γεγονότα και τραγούδια του 1917
Ομιλία του Μιχάλη Ι. Φραγκίσκου στην τελετή απότισης τιμής στα θύματα του 1917.
Όταν ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος την Ελλάδα κυβερνούσε ο προοδευτικός και ικανός πολιτικός Ελευθέριος. Βενιζέλος. Ο Βενιζέλος πίστευε. ότι τα συμφέροντα της χώρας μας θα εξυπηρετούντο
καλύτερα αν η Ελλάδα ετίθετο στο πλευρό των Αγγλογάλλων κι όχι των κεντρικών ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, άποψη που διέφερε από εκείνη του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Η διαφορά ανάμεσα στις δυο πολιτικές τοποθετήσεις υπήρξε τόσο έντονη ώστε προκάλεσε ρήξη και διχασμό όχι μόνο ανάμεσα στους πολιτικούς της εποχής, αλλά και ανάμεσα στο λαό που χωρίστηκε πλέον σε δύο μερίδες, στους «βενιζελικούς» και στους «αντιβενιζελικούς». Ο Βενιζέλος αναγκάσθηκε να παραιτηθεί το 1915 και σχηματίσθηκε κυβέρνηση με τον Δημήτρη Γούναρη επικεφαλής. Αλλά οι Αγγλογάλλοι δεν ήταν δυνατό να αποδεχθούν μια φιλογερμανική πολιτική τοποθέτηση της Ελλάδας γιατί ήταν αντίθετη με τα συμφέροντα τους και, κατά τον Βενιζέλο, με τα συμφέροντα της ίδιας της χώρας.
Με την επικράτηση του στρατιωτικού κινήματος στη Θεσσαλονίκη σχηματίστηκε μια δεύτερη κυβέρνηση επικεφαλής της οποίας τέθηκαν ο Βενιζέλος, ο ναύαρχος Κουντουριώτης και ο στρατηγός Δαγκλής. Στο κράτος της Θεσσαλονίκης προσχώρησε ολόκληρη η Βόρεια Ελλάδα, τα νησιά και τα χωριά των νησιών. Τότε έφθασε στρατιωτικό άγημα στις Κυκλάδες. Ένα τμήμα του έφθασε στη Νάξο. Μόλις εγκαταστάθηκε εκλήθησαν όλοι οι πρόεδροι να κατεβούν στη Χώρα για να δηλώσουν ότι αναγνωρίζουν σαν κυβέρνηση την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Μόνον οι πρόεδροι Μονής και Απεράθου αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την κυβέρνηση Βενιζέλου, όχι επειδή το ήθελαν οι ίδιοι, αλλά επειδή αντιδρούσαν επίμονα οι κάτοικοι των δύο χωριών.
Για το λόγο αυτό το στρατιωτικό άγημα, με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Ρουσάκη, έφθασε στη Μονή. Αφού πρώτα έγιναν μερικές συλλήψεις οι κάτοικοι υποχώρησαν και υπογράφτηκε το επιθυμητό πρωτόκολλο αναγνώρισης. Το άγημα από τη Μονή ήρθε στ' Απεράθου. Όμως οι Απεραθίτες δεν ήταν δυνατό να πειστούν με κανένα τρόπο. Υπήρχαν βέβαια στο χωριό μερικοί βενιζελικοί, οκτώ ή δέκα, όπως ο γιατρός Φραγκίσκος, ο Αντώνης Δοντάς (Μαναντώνης), ο ίδιος ο Γιαννούλης που ήταν πρόεδρος, ο Γιάννης ο Σκληράκης (ο Μαστρο-Γιάννης), ο Γιάννης Σκευοφύλακας, ο Φλώριος Ν. Μπάκαλος, ο Ηλιάδης, οι δάσκαλοι Ααρών και Φλώρος Ν. Κατσουρός, ο Μ. Πρωτονοτάριος (Κεραμιώτης), ο Μιχάλης Γιαννούλης (Γιαννουλομιχάλης) και μερικοί άλλοι ακόμα που θα ήθελαν να προσχωρήσουν, αλλά δεν τολμούσαν να έρθουν σε αντίθεση με το κοινό απεραθίτικο αίσθημα. Η απεραθίτικη λαϊκή μούσα μας πληροφορεί για τους βενιζελικούς του χωριού:
Δεν πάω ε(γ)ώ στο κίνημα γιατ' είναι σοβαρό
κι ας το θέλει ο Κεραμιώτης, ο Φραγκίσκος κι ο Ααρώ,
ο Ηλίας Ηλιάδης, Μπάκαλος και Κατσουρός,
Ιωάννης ο Σκληράκηςκαι ο Γιαννουλομιχάλης με το Μαναντώναρο.
Ο Ρουσάκης, καταλαβαίνοντας ότι δε μπορούσε να πείσει τους Απεραθίτες να προσχωρήσουν στην κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, έφυγε την τέταρτη μέρα απ' τ' Απεράθου και στάθμευσε στο δήμο Τραγαίας, μέχρι να λάβει νέες οδηγίες. Το τελευταίο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 1916 έφτασε από τη Σύρα στρατιωτική δύναμη 250 περίπου ανδρών με επικεφαλής τον υπολοχαγό, Δημήτριο Σαμαρτζή,. Ο Σαμαρτζής μάταια προσπάθησε, με προσκλήσεις στην Τραγαία Απεραθιτών που εθεωρούντο ότι υποκινούν το λαό, να πείσει τους Απεραθίτες να προσχωρήσουν στο «κίνημα». Την 1η Ιανουαρίου 1917, ημέρα Κυριακή και ώρα 10 το πρωί έστειλε από το τορπιλοβόλο «Θέτις» που εμφανίστηκε στη Μουτσούνα τελεσίγραφο στους Απεραθίτες, με το οποίο τους γνωστοποιούσε ότι αν μέχρι στις 6 το απόγευμα δεν δηλώσουν προσχώρηση και δεν παραδώσουν τα υπάρχοντα όπλα θα θεωρηθούν εχθροί, το χωριό θα κηρυχθεί σε κατάσταση πολιορκίας, θα κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος, θα συσταθεί στρατοδικείο και θα χτυπηθεί από στεριά και θάλασσα.
Το τελεσίγραφο αυτό διαβάστηκε σ' ολόκληρο το λαό που είχε συγκεντρωθεί στην πλάτσα και με την πρόταση του γέρου καφεπώλη Μανώλη Ζευγώλη ή Κολέα αποφασίστηκε να κριθεί ανάξιο οποιασδήποτε απαντήσεως. Στις 2 Ιανουαρίου 1917, ξημερώματα, εμφανίστηκε η στρατιωτική δύναμη του Σαμαρτζή να πλησιάζει το χωριό χωρίς να συναντήσει πουθενά την παραμικρή αντίσταση. Ο πρόεδρος του χωριού, βενιζελικός ο ίδιος, πήγε αμέσως μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός να συναντήσει τον Σαμαρτζή ο οποίος του έδωσε προθεσμία 15 λεπτών προκειμένου να εκτελέσει τους όρους του τελεσιγράφου, διαφορετικά, δήλωσε, θα κάψει το χωριό.
Ο πρόεδρος του απάντησε ότι, εκτός από τους λιγοστούς βενιζελικούς, κανείς άλλος δεν δέχεται να προσχωρήσει, όμως δε βλέπει το λόγο για τον οποίο ο αξιωματικός θα έπρεπε να κάψει το χωριό, αφού μπορεί να εισέλθει και να εγκαταστήσει τις αρχές του κι αν κάποιος από τους άνδρες του πάθει κάτι να κρατηθεί ο πρόεδρος κι άλλοι, ακόμη, σαν όμηροι για κάθε είδους παρεκτροπή. Ο υπολοχαγός απάντησε ότι πρέπει να εφαρμοσθούν οι όροι του τελεσιγράφου. Ο πρόεδρος ανακοίνωσε στο λαό την αμετάκλητη απόφαση του Σαμαρτζή να κάψει το χωριό αν δεν προσχωρήσει και παραδώσει τα όπλα. Αλλά ο λαός αποφάσισε να μην αναγνωρίσει την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης:
Όλοι οι Δήμοι της Αξας είναι παραδομένοι
και μόνο τ' Απεράθου μας πιστό και στέριο μένει
Είπασι πως θα κάψουσι εμάς και το χωριό μας
μα πρώτα θα το κάψουμε εμείς πουν' και δικό μας.
Και τα παιδιά θα σφάζουμε οι ίδιοι να τα φάμε
μα στο στρατό τση Άμυνας ποτέ μας δε θα πάμε.
Κι έτσι θα τόχομεν εμείς παντοτινή τιμή μας
πως δε θα πολεμήσομε να σφάξομ' αδελφοί μας.
Κι έτσι θα το βαστάζουμε με του Θεού τη χάρη
και δεν πουλούμε την τιμή για 'να σακί κριθάρι.
Καθάριο και περήφανο τον όρκο μας βαστούμε
και στο στρατό τση Άμυνας εμείς δεν προσχωρούμε.
Λεβέντικο Απεράθου μας αν ήσου πιο μεγάλο
δε θενά δούλιας στο ντουνιά μήτ' Άγγλο μήτε Γάλλο.
Μια ώρα πριν λήξει η νέα προθεσμία που είχε δώσει ο Σαμαρτζής, γύρω στις 9 το πρωί, το τορπιλοβόλο «Θέτις», από τον όρμο της Μουτσούνας ανοίγει πυρ και στις 10 άρχισαν πυρά με επαναληπτικές βολίδες γκρα μάνλιχερ. Ο λαός, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, που είχαν ανέβει στα δώματα των σπιτιών και κοιτούσαν γεμάτοι περιέργεια την παράταξη, δεν πίστευε ότι ελληνικός στρατός ήταν δυνατό να στραφεί εναντίον του και να τον χτυπήσει, ότι μπορούσε να γίνει ο στόχος των στρατιωτικών. Έγινε ένα μεγάλο φονικό. Στην Ψαρή Πλάκα έπεσαν πολλοί, στου Καραβά αρκετοί, όπως στα δώματα και στους δρόμους.
Τότε ο Σύγγελος Εμμ. Φραγκίσκος (παπά Κονόμος) ύψωσε διστακτικά ένα κοντάρι που πάνω του είχε ένα άσπρο πανί, σημάδι πως τ' Απεράθου σταματά ν' αντιστέκεται. Μπήκανε τότε οι στρατιώτες μέσα και η πρώτη τους δουλειά ήταν να μαζέψουν γύρω στους 120 άντρες που είχαν μείνει και να τους κλείσουν στην εκκλησιά της Παναγίας.Οι νεκροί της φονικής επίθεσης ήταν τριάντα δύο (32). Υπήρχαν όμως και 44 τραυματίες από τους οποίους δεκαπέντε (15) έμειναν ανάπηροι. Μόλις έγιναν γνωστά τα γεγονότα ήρθε στ' Απεράθου ο γιατρός του αγγλικού ναυτικού με νοσοκόμες και είδη νοσηλείας. Αφού επισκέφθηκε τους πληγωμένους ζήτησε από το Σαμαρτζή να δει και τους τραυματίες της «Άμυνας». Ο Σαμαρτζής του απάντησε πως δεν είχε κανένα πληγωμένο. Οι αδικοχαμένοι είναι:
1. Αναματερός Γιάννης του Μιχ. (αδελφός του Σμπιρλή), 12 χρόνων
2. Γλέζου Εργίνα του Νικ., 27 χρόνων
3. Αρχοντάκης Λογοθέτης του Μαν., 46 χρόνων
4. Χατζηπέτρου Κυριακή του Μαν. (Σμανώλαινα)**, 45 χρόνων
5. Γρατσίας Μανώλης του Ηλία (Γρατσομανόλης), 54 χρόνων
6. Πριμηκύριος Γιάννης του Μαν. (Πριμηκυρογιάννης), 66 χρόνων
7. Μπελιώτης Στέφανος του Δημ., 73 χρόνων
8. Δέτσης Φλώριος του Δημ., 48 χρόνων
9. Οικονόμου Γεώργιος του Μαν. (Φακίνος), 38 χρόνων
10. Κατσουρός Μανόλης του Δημ., 19 χρόνων
11. Κιαγιάς Αντώνης του Γεωργίου, 48 χρόνων
12. Ζαφείρης Μανώλης του Γεωργίου (τση δασκάλας), 28 χρόνων
13. Δεουδέ Σοφία του Ιωάννη (μάνα του Λιανουδογιώργη), 35 χρόνων
14. Ζευγώλης Δημήτρης του Αντώνη (του Ντινεραντώνη), 18 χρόνων
15. Κώτσος Γιάννης του Αντώνη (αδελφός της Παπαγιαννιάς), 16 χρόνων
16. Σταυριανός Σταύρος του Δημ., 80 χρόνων
17. Βάσιλας Δημήτρης του Μαν. (τση Κατσάνας γιος), 17 χρόνων
18. Σοϊλέ Μαρία του Δημήτρη, 55 χρόνων
19. Ρωμανός Γιάννης του Δημ. (πατέρας του Βρόντου), 80 χρόνων
20. Κώτσου Ειρήνη του Μαν. (του Παπανιαννάκη κόρη), 18 χρόνων
21. Σκευοφύλακα Ειρήνη του Ζαφείρη (μάνα του Αντ. Ζαφείρη), 36 χρόνων
22. Καραπάτης ή Χατζηπέτρος Βασίλης του Ι., 27 χρόνων
23. Γιακουμή Καλλιόπη του Μαν., 40 χρόνων
24. Μπαρδάνης Βασ. του Κωνστ. (αδελφός του Νικολάου), 17 χρόνων
25. Ποθητός Γεώργιος του Αντώνη (αδελφός του Τσουντανονικόλα), 20 χρόνων
26. Καμπούρης Μανώλης του Δημήτρη, 30 χρόνων
27. Γιακουμή Ευδοκία του Βασ., 40 χρόνων
28. Κρητικού Καλλιόπη του Μαν., 28 χρόνων
29. Τρευλού Μαριέτα του Γεωργίου, 26 χρόνων
30. Παπαδάκη Μαρίνα του Δημ. (Λαστίχη), 48 χρόνων
31. Μάρκου Μανώλης του Ιωαν., 38 χρόνων
32. Μάρκου Κατερίνα του Παναγιώτη (αδελφή του Κουρέα), 20 χρόνων
Οι Απεραθίτες που είχαν συλληφθεί και φυλακισθεί στην εκκλησία οδηγήθηκαν στη Χώρα εκτός από 30 που απολύθηκαν. Οι υπόλοιποι 90, οι πιο νέοι, οι πιο λεβέντες έμειναν στη Χώρα και όταν τελικά έγινε η προσχώρηση μετά από 10 μέρες, τους ελευθέρωσαν. Τα γεγονότα δε μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα και να μην τιμηθούν από την απεραθίτικη λαΐκή μούσα:
Το εννιακόσια δεκαεφτά στσι 2 του Ενάρη
ήρθεν αντάρτικος στρατός απάνω στο Φανάρι.
Σαράντα άτομα νεκρά στην Ψαρή Πλάκα πέσα
κι όσοι επομείνα ζωντανοί με σίδερα τσ' έδεσα.
Σαράντα εσκοτώθηκαν απ' τ' Απεράθου μέσα
λεβέντες σα τσοι Κρητικοί με βράκες και με φέσα.
Σε άλλο δίστιχο ο αριθμός των νεκρών αναφέρεται με ακρίβεια:
Το 17 σκοτώθησα τριάντα δυο νομάτοι
κι άλλοι πομείνασι κουτσοί, κουλοί και μ' ένα μάτι.
Μοιρολογώντας η μάνα του, το νεκρό Βασίλη Καραπάτη, 27 χρόνων παλικάρι, γαμπρό λίγων ημερών, καταριέται τους φονιάδες του γιου της με μοιρολόγια όπως τα παρακάτω:
Ανάθεμα την τη στιγμή κι ανάθεμα την ώρα
οπούρθασι τ' αντάρτικα μεσ' της Αξάς τη Χώρα.
Ανάθεμα τσοι τσ' άνομοι τσοι λυσσασμένοι σκύλοι
πούρθασι και σκοτώσασι το (γ)ιό μου το Βασίλη.
Σα που σ' αδικοσκότωσα να τσ' αδικοσκοτώσου
και να τσ' ανεξερνά η (γ)ης σε χώμα να μη λειώσου.
Κι από την άχνη πούβγαλε το αίμα σου Βασίλη
κατακλυσμός να εννηθεί και να πνιούν οι σκύλοι.
Ο ιστορικός βέβαια θα κατανείμει τις ευθύνες για τον καταστρεπτικό διχασμό του 1917, που δημιούργησε φανατισμούς και μίση ανάμεσα στο λαό κι έφερε ποικίλες συμφορές στην πατρίδα μας. Όμως, όποια και αν είναι η τοποθέτηση των ιστορικών, δεν είναι δυνατό να μη σταθούμε με ευλάβεια και σεβασμό μπροστά σ' αυτή την ανθρωποθυσία, μπροστά στην ενότητα και στην ομοψυχία που χαρακτήριζαν εκείνα τα χρόνια τον Απεραθίτη, έστω κι αν αυτή η θυσία προήρχετο από εσφαλμένη πολιτική εκτίμηση και τοποθέτηση. Πιστεύω ότι το νόημα της αντίστασης του Απεραθίτη το 1917 εσήμαινε: «Θέλουμε να ζήσουμε ελεύθεροι, ενωμένοι, χωρίς μίση, χωρίς πάθη, χωρίς τον κίνδυνο του αλληλοσπαραγμού»
* Ομιλία του Μιχάλη Φραγκίσκου, τότε κοινοτικού συμβούλου και αργότερα προέδρου του χωριού, στην ειδική τελετή που διοργάνωσαν η Κοινότητα, ο Απεραθίτικος Σύλλογος και ο «Α.Π.Α.Σ. Τα Φανάρια» για να τιμήσουν τη μνήμη των 32 θυμάτων, το 1987, εβδομήντα χρόνια μετά τα τραγικά γεγονότα.
** Αυτή βρισκόταν στην Αγία Παρασκευή όταν δέχτηκε την πρώτη σφαίρα στο δεξιό ώμο και λέει: «Ήφαα μια. Ζήτω του βασιλιά»· Πριν όμως να αποτελειώσει δέχεται και δεύτερη στην αριστερή πλευρά και προσθέτει: «Ήφαα κι άλλη. Ζήτω του πάλι». Μια τρίτη την χτυπά κατάστηθα και τη θανατώνει. Της άφησε όμως όσο καιρό χρειαζόταν για να τεντώσει το χέρι της κάνοντας τη γνωστή ελληνική χειρονομία και πνιγμένη στο αίμα να πει στούς φονιάδες της: «Ορίστε μεσ' τα καλά σας μάθια».
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Απεραθίτικα», τεύχος Ι του 1988.
Μελέτη της ιστορικού Λουκίας Βαρθαλίτου, με τίτλο:
"Προσεγγίζοντας τα γεγονότα του ’17 στη Νάξο. Η υπόθεση Απεράθου".
Οι πολιτικές διαμάχες και οι διϊσταμένες απόψεις που τις συνοδεύουν και που εμφανίζονται να προέρχονται από τη σύγκρουση μεταξύ δύο πολιτικών προσωπικοτήτων, δεν είναι φαινόμενο δυσεύρετο στη νεώτερη ελληνική ιστορία. Το θέμα μου δεν έχει ερευνηθεί ιδιαίτερα, αν και είναι πολύ γνωστό μεταξύ των κατοίκων του νησιού, και είναι, νομίζω, ενδεικτικό για τα ήθη της κοινωνικοπολιτικής ιστορίας του τόπου μας. Το κύριο γεγονός που στο κείμενο αυτό πραγματεύομαι, περιγράφεται συνοπτικά στο ποίημα του ανώνυμου λαϊκού ποιητή:
«Στα εννιακόσα δεκαφτά στις δύο του (Γ)ενάρη
επαρατάχτηκ' ο στρατός απάνω στο Φανάρι
και μας πυροβολούσανε σα νά ‘μεστα Βουργάροι.
Επαρατάχτηχ' ο στρατός πάνω στις Μαυρομοίρες
ως κι από τον Τριάκαθα μας ρίχνανε οβίδες.
Σαρανταπέντε βάλανε μέσα σε ένα λάκκο
και ο Βασίλης του Μικέ ήτονε κάτω-κάτω».
Βρισκόμαστε στα 1916-1917. Είναι τα χρόνια που λαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση και γνωρίζει τη μεγαλύτερη ένταση ο Εθνικός Διχασμός, που γεννιέται και οξύνεται σαν αποτέλεσμα εσωτερικών και εξωτερικών αντιθέσεων που βρίσκονται σε μια διαρκή αλληλεπίδραση. Η Ευρώπη, διηρημένη από το 1904 σε δυο εχθρικά στρατόπεδα, προετοιμάζεται για τον πόλεμο. Τα δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα προσπαθούν να προσελκύσουν στο δικό τους στρατόπεδο τα μικρά κράτη, σαν δορυφόρους τους. Οι αντιθέσεις μεταξύ των ανεπτυγμένων κρατών, καθώς μεταφέρονται στον ελλαδικό χώρο, φορτώνουν με τα περιεχόμενα και τις σημασίες τους τις εσωτερικές αντιφάσεις της ελληνικής κοινωνίας.
Οι φιλελεύθερες δυνάμεις της αστικής τάξης, συνασπισμένες υπό την ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου, που προωθούν τον εκσυγχρονισμό του κράτους και ολοκληρώνουν τον εμπορομεσιτικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια αυτά, επιμένουν στην πολιτική που θέλει την Ελλάδα στο πλευρό των παραδοσιακών συμμάχων της, στο πλευρό της Αντάντ, επιδιώκοντας εδαφικά ωφέλη. Αντίθετα, οι εκπρόσωποι του νεόφερτου πρωσικού ιμπεριαλισμού, που ήδη από τα πρώτα χρόνια του αιώνα είχε κάνει την εμφάνιση του στον οικονομικό τομέα με τραπεζικές επενδύσεις και στον πολιτιστικό με το νιτσεϊσμό, βρίσκουν πολιτικό στήριγμα στη «Μικρή Αυλή» του διαδόχου Κωνσταντίνου και της αδελφής του γερμανού αυτοκράτορα Σοφίας, και επιμένουν στην ουδετερότητα της Ελλάδας στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Μ' αυτούς θα ταχθούν, μετά και από την πείνα που προκάλεσε ο αποκλεισμός της νοτιότερης Ελλάδας από τις δυνάμεις της Αντάντ, που απέβλεπε στο να εξαναγκάσει τη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών να εισέλθει στο πλευρό της στον πόλεμο, ένα μεγάλο μέρος των μικροαστικών και λαϊκών στρωμάτων των πόλεων και της υπαίθρου. Όλα αυτά, όπως είναι γνωστό, οδήγησαν στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας και στο χωρισμό του κράτους σε «Κράτος των Αθηνών» και σε «Κράτος της Θεσσαλονίκης».
Η προσωρινή κυβέρνηση Βενιζέλου, στην προσπάθεια της να στρατολογήσει άνδρες για τη δημιουργία ισχυρού στρατού, ήρθε σε σύγκρουση, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, με τα κοινωνικά αυτά στρώματα. Νομίζω ότι κάτι ανάλογο συνέβη και στη Νάξο το 1917. Στις 2 Δεκεμβρίου 1916 φθάνει στο λιμάνι της Νάξου το ατμόπλοιο «Έλδα» με δύναμη 80 ανδρών περίπου, υπό τον ανθυπολοχαγό Νικόλαο Ρουσσάκη και τον πολιτικό αντιπρόσωπο της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης Τσιριμωνάκη. Το «Έλδα» συνοδευόταν από αγγλικό ανιχνευτικό αλιευτικό.
Η στρατιωτική δύναμη έγινε δεκτή από τους κατοίκους της Νάξου χωρίς καμιά αντίσταση ή επιθετική διάθεση. Μετά και από τη «διαβεβαίωση» του δημάρχου της πόλης καθώς και του αστυνομικού διευθυντή Αριστείδη Καλούτση, ο στρατός και δύναμη χωροφυλακής στρατοπέδευσαν στο δημοτικό σχολείο της πόλης. Κλήθηκαν τότε οι πρόεδροι όλων των Κοινοτήτων για να δηλώσουν ότι αναγνωρίζουν ως νόμιμη την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Οι πρόεδροι της Μονής και τ' Απεραθιού αρνήθηκαν. Το απόσπασμα βάδισε εναντίον της Μονής όπου η πρώτη ενέργεια ήταν να αφαιρεθεί από τους κατοίκους κάθε τι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αντίσταση.
«Μπαίνανε μες τα σπίτια οι στρατιώτες και ψάχνανε. Αν ήθελε νά ‘βρουνε τουφέκι, μαχαίρι, ξυράφι, το παίρνανε για ν' αφοπλίσουνε τσ' αθρώποι», αφηγείται η γερόντισσα, πια, Φωτεινή Χαμηλοθώρη. Αφού περικύκλωσαν το χωριό έκαναν έφοδο και μπήκαν μέσα. Οι Μονιάτες τους αντιμετώπισαν με γιουχαϊτά και βρισιές όπως «Κάτω οι προδότες, ζήτω ο Βασιλιάς». Μάζεψαν τέλος τον κόσμο στην πλατεία και έγιναν κάποια μικροεπεισόδια. Μια γερόντισσα, δηλαδή, έβαλε μέσα στην τσέπη της στάχτη και τους την πέταξε1, κάποιος άλλος πέταξε μια πέτρα χωρίς να επιτύχει το στόχο του. Στη συνέχεια συνέλαβαν τον πρόεδρο της Κοινότητας 2 μαζί με 19 άλλα άτομα και τους έστειλαν με αγγλικό αλιευτικό στη Σύρο, όπου τους απαγγέλθηκε κατηγορία «επί εξυβρίσει και εσχάτη προδοσία». Μόλις αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Ερμουπόλεως, ο πρόεδρος εδάρη από τον στρατιωτικό διοικητή Αιγαίου, Νικόστρατο Καλομενόπουλο, και οι άλλοι διαπομπεύτηκαν από τους βενιζελικούς της Σύρου. Μετά απ' όλ' αυτά υπογράφτηκε στη Μονή το πρωτόκολλο αναγνώρισης της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης και ο ανθυπολοχαγός Ρουσσάκης ξεκίνησε για τ' Απεράθου.
Στ' Απεράθου φιλοξενήθηκε για τέσσερις μέρες από τους κατοίκους αλλά στάθηκε αδύνατο να τους πείσει να «προσχωρήσουν εις την Εθνικήν Κυβέρνησιν». Στο διάστημα αυτό το αγγλικό κοντρόλ3 συμφώνησε με τους Απεραθίτες να αναγνωριστούν ουδέτεροι για όσο καιρό θα διαρκούσε ο πόλεμος. Οι όροι της συμφωνίας ήσαν: α) ο λαός της Απειράνθου να παραδίδει όπως και πρώτα σμύριδα και β) να δεχθεί βενιζελική αστυνομία. Για λόγους, όμως, που μέχρι σήμερα δεν έχουν γίνει γνωστοί η συμφωνία αυτή δεν υπογράφτηκε. Ο Ρουσσάκης αφού εξάντλησε όλα τα περιθώρια για να τους πείσει με ειρηνικά μέσα επέστρεψε στην Τραγαία και απέκλεισε τ' Απεράθου.
Οι Απεραθίτες είχαν κυνηγετικά όπλα, ελάχιστα όπλα τύπου γκρα, μερικά παλιά περίστροφα και λίγα πυρομαχικά. Είχαν όμως δυναμίτιδα την οποία χρησιμοποιούσαν για την εξόρυξη της σμύριδας και την κατείχαν βάσει ειδικών νόμων. Τη νύχτα, όταν κατάλαβαν ότι είχαν περικυκλωθεί, άναβαν φωτιές στις βουνοκορφές του χωριού και έριχναν φυσίγγια δυναμίτιδας για να διασκεδάζουν αλλά και για να δείξουν ότι έχουν οπλισμό. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του Δεκέμβρη 1916, οπότε ήρθε στη Νάξο από τη Σύρο όλη η στρατιωτική δύναμη του Αιγαίου με αρχηγό τον υπολογαχό, Δ. Σαμαρτζή, που προσπάθησε, καλώντας στην Τραγαία τους θεωρούμενους ως υποκινητές του λαού, να τους πείσει να υπογράψουν πρωτόκολλο αναγνώρισης της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης. Συγχρόνως το τορπιλοβόλο «Θέτις» άραξε στον όρμο Μουτσούνα — το κοντινότερο σημείο τ' Απεραθιού από τη θάλασσα - απ' όπου ο υπολοχαγός Σαμαρτζής, έστειλε το ακόλουθο τελεσίγραφο:
«Προς τους κατοίκους Απειράνθου.
Εξαντληθέντων πάντων των μέσων της επιεικείας, πάντων των στοιχείων της υπομονής, οφειλομένων εις την ελπίδα ότι ηθέλετε σκεφθεί πραγματικότερον, ευρίσκομαι εις την ανάγκη να σας δηλώσω ότι η κατάστασις αύτη δεν είναι ανεκτή πλέον, και ότι θα επιβληθεί το κράτος του νόμου, ότι παρουσιάζεται απόλυτος πλέον η ανάγκη της ησυχίας της νήσου... Σας προσκαλώ όπως, αφού σκεφθήτε ωριμότατα, αφού αφήσητε κατά μέρος κάθε ελατήριον το οποίο σας έκαμε να δημιουργηθεί η υφισταμένη κατάστασις, να υπογράψητε την προσχώρησιν, συγχρόνως δε φέρετε το ψήφισμα και παραδώσητε τα όπλα μέρχι της έκτης (6) μεταμεσημβρινής ώρας. Εγώ θα ευρίσκομαι εν Χαλκί (Τραγαία). Από της ώρας εκείνης εάν δεν δηλώσητε προθύμως προσχώρησιν και δεν παραδώσητε τα υπάρχοντα όπλα εις εμέ, τα οποία θα σας επιστραφώσιν εν καιρώ, θα θεωρηθήτε ως εχθροί, το χωρίον θα κηρυχθή εις κατάστασιν πολιορκίας, θα κηρυχθή ο στρατιωτικός νόμος, θα συσταθή έκτακτον Στρατοδικείον και θα κτυπηθήτε από ξηράς και θαλάσσης. Δε μας εξέλειπε και η τελευταία ελπίς ότι θα σκεφθήτε πραγματικώς πλέον.
Εκ του πολεμικού «Θέτις» ώρα 10.05'
Ο διοικητής της εν Νάξω στρατιωτικής δυνάμεως
Δ. ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ υπολ. πεζικού»
Το τελεσίγραφο έγινε γνωστό σ' ολόκληρο τον απεραθίτικο λαό ο οποίος, όμως, το έκρινε «ανάξιον οιασδήποτε απαντήσεως». Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε η γνώμη του Κολέα (Εμμ. Ζευγώλη) για τη λήψη της απόφασης. Μετά την απάντηση αυτή, την επόμενη μέρα 2 Ιανουαρίου 1917, ημέρα Δευτέρα, χαράματα σχεδόν, η στρατιωτική δύναμη προχωρεί προς το χωριό σε τάξη μάχης. Μόλις το αντελήφθησαν οι κάτοικοι ανέβηκαν στα δώματα των σπιτιών τους, άλλοι ανέβηκαν στη θέση Αγ. Παρασκευή (απ' αυτή την είσοδο θα έμπαινε ο στρατός στο χωριό).
Ο πρόεδρος της κοινότητας έσπευσε αμέσως να συναντήσει τον Σαμαρτζή, που του έθεσε προθεσμία δεκαπέντε λεπτών για να εκτελέσει το τελεσίγραφο. Ο πρόεδρος, βενιζελικός ο ίδιος, αρνήθηκε μεταφέροντας στον Σαμαρτζή την άποψη των κατοίκων, ότι δηλαδή θεωρούν ως αλλαξοπιστία την προσχώρηση. Μ' έναν ελιγμό, ο πρόεδρος προσπάθησε να αποφύγει το κακό. Είπε ότι δεν βλέπει το λόγο για τον οποίο θα πρέπει να καταστραφεί το χωριό, αφού μπορεί κάλλιστα να εισέλθει και αν κάποιος πάθει ο,τιδήποτε, θα μπορούσε να κρατηθούν ο πρόεδρος και άλλοι ως όμηροι και υπεύθυνοι για κάθε καταστροφή. Ο Σαμαρτζής αρνήθηκε και τότε ο πρόεδρος επέστρεψε και ανακοίνωσε στους συγκεντρωμένους κατοίκους την απόφαση του υπολοχαγού. Ακολουθεί νέα άρνηση των κατοίκων. Τότε ο υπολοχαγός αρχίζει να εκτελεί το σχέδιο του.
Στις 9 περίπου το πρωί το τορπιλοβόλο «Θέτις» από τον όρμο της Μουτσούνας άρχισε να βάλει κατά του χωριού· δεν είχε όμως ορατότητα και γι' αυτό οι βολές4 που έριξαν δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ο δε υπολοχαγός Σαμαρτζής διέταξε τα πυρά ομαδόν με επαναληπτικά όπλα τύπου γκρα και ενός πολυβόλου5, εναντίον του συγκεντρωμένου πλήθους που απείχε μόλις 80 περίπου βήματα από τους στρατιώτες. Κατόπιν με έφοδο ο στρατός μπήκε στο χωριό όπου συνέχισε τις βιαιότητες. Σκότωσαν με ξιφολόχη έξω από το σπίτι του το γέρο-Μπελιώτη, μέσα δε στο σπίτι του με χειροβομβίδα το Σταύρο Ν. Σταυριανό, όπως επίσης και τον Μιχαήλ Γρατσία ο οποίος τόλμησε να πει: «Βρε παιδιά, μα Τουρκιά μας ήβρηκε;». Εσύλησαν ακόμη αρκετούς, όπως το Δημήτρη Εμ. Βάσιλα, το Βασίλη Ιωαν. Καραπάτη και την Ειρήνη Εμ. Κώτσου της οποίας της έκοψαν το δάχτυλο για να αφαιρέσουν το δαχτυλίδι που φορούσε.
Το χωριό ολόκληρο, μετά την υπόδειξη του παπά Φραγκίσκου, σήκωσε λευκές σημαίες. Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν 32 νεκροί και 44 πληγωμένοι, από τους οποίους οι 15 έμειναν ανάπηροι. Μετά συνέλαβαν περίπου 120 άνδρες, οι οποίοι αφού περισυνέλεξαν τα πτώματα, τα έθαψαν σε κοινό λάκκο χωρίς καμιά θρησκευτική τελετή και, στη συνέχεια, φυλακίστηκαν για μια βδομάδα στην εκκλησία. Απ' αυτούς 80 μεταφέρθηκαν στο Δημοτικό Σχολείο της Χώρας. Αφού κρατήθηκαν εκεί για δέκα περίπου ημέρες αποφυλακίστηκαν6 όλοι, εκτός από την κλάση του 1916 που τους επιστράτευσαν και τους έστειλαν στη Σύρο. Τη διαταγή της αποφυλάκισης έδωσε ο Νικόστρατος Καλομενόπουλος, στρατιωτικός διοικητής Αιγαίου, που είχε έρθει από τη Σύρο για να ενημερωθεί για την κατάσταση. Η διοίκηση του αγγλικού πολεμικού ναυτικού μαθαίνοντας την ύπαρξη πληγωμένων έστειλε γιατρό και είδη νοσηλείας7. Αμέσως μετά επεβλήθη στ' Απεράθου στρατιωτικός νόμος. Το κοινοτικό συμβούλιο τ' Απεράθου με το παρακάτω πρακτικό αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τελικά το νέο καθεστώς:
«ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΕΙΡΑΝΘΟΥ.
Λαβόν υπ' όψιν ότι τα πρακτικά της σημερινής συνεδριάσεως, εν οις γίνεται λόγος περί προσχωρήσεως εις την Εθνικήν Κυβέρνησιν και έχον την γνώμην ότι η μέχρι σήμερα ασκηθείσα πολιτική, παρά την εκπεφρασμένη γνώμη του ελληνικού λαού και τα συνταγματικά δικαιώματα, απομακρύνουσα το έθνος από το πλευρό των ευεργέτιδων δυνάμεων δεν ανταποκρίνεται ούτε προς τις παραδόσεις, ούτε προς το φρόνημα αυτού, ή αντιστρατεύεται προς τα πραγματικά εθνικά συμφέροντα, ευρισκόμενα εις άκραν αντίθεσιν, προς τα συμφέροντα των πατροπαράδοτων αυτού εχθρών. Και ότι η ίδια αύτη πολιτική υπεβίβασε το κράτος από της περιοπής εις ην είχε αναβαθμιστεί δια των δύο νικηφόρων πολέμων, εις την σημερινήν αυτού αθλιότητα και ούτως διατρέχει μέγιστον κίνδυνον η ελληνική φυλή. Αποφαίνεται παμψηφεί: Προσχωρεί εις την Προσωρινήν Κυβέρνησιν με την πεποίθηση ότι αυτή θέλει περισώσει το κινδυνεύον ελληνικόν έθνος.
Εγένετο και εξεδώθη εν Απειράνθω εν τω κοινοτικώ καταστήματι
σήμερον την 5ην Φεβρουαρίου 1917 έτους
ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ.
Ο πρόεδρος Γ.Ν. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
Τα μέλη: Ι. ΣΚΛΗΡΑΚΗΣ, ΜΙΧ. Ν. ΠΡΩΤΟΝΟΤΑΡΙΟΣ, Ι. ΕΜΜ. ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ, Ε.Γ. ΜΠΟΥΓΙΟΥΚΑΣ, Γ.Α. ΓΡΑΤΣΙΑΣ, ΗΛ. ΗΛΙΑΔΗΣ, ΝΙΚ.Γ. ΚΑΤΙΝΑΣ, Λ.Γ. ΠΑΝΤΕΛΗΣ».
Την ίδια μέρα, 5 Φεβρουαρίου 1917, καταργήθηκε ο στρατιωτικός νόμος με την παρακάτω ανακοίνωση:
«ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΠΕΙΡΑΝΘΟΥ.
Λαβόντες υπ' όψιν την μετά την προσχώρησιν υμών ελληνοπρεπή διαγωγήν σας, δι' ης αποδεικνύεται ότι ο λαός της Απειράνθου μένει πιστός εις τα πάτρια ιδεώδη, αίρομεν τον στρατιωτικόν νόμον. Πεποιθότες ότι και εις το μέλλον θα εμμείνητε πιστοί και ακραιφνείς υποστηρικταί του εθνικού μας αγώνος.
Απείρανθος 5η Φεβρουαρίου 1917.
Ο εν Νάξω αντιπρόσωπος του Γενικού Στρατιωτικού Διοικητού
Ν. ΡΟΥΣΣΑΚΗΣ ανθυπολοχαγός πεζικού».
Τα γεγονότα κατά την άποψη των Βενιζελικών
Την πρώτη αναφορά των βενιζελικών για το θέμα της Απειράνθου τη συναντάμε στο τηλεγράφημα του ίδιου του Βενιζέλου. «Γεγονότα Νάξου έθλιψαν ημάς. Αποστείλατε τάχιστα ενισχύσεις εις τους μαχόμενους άνδρας μας κατά επιστράτων Νάξου. Ανάγκην αποσπάσωμεν ωραίαν νήσον από κράτους προδοτών Αθηνών. Μη φεισθήτε ουδενός». Για τους βενιζελικούς, μέσα στο κλίμα της γενικής έντασης και του διχασμού, και θεωρώντας τους προδότες της Αθήνας εμπόδιο για την ολοκλήρωση των σχεδίων τα οποία επαγγέλονταν, τα γεγονότα της Απειράνθου ήσαν η μοιραία, η αναγκαία κατάληξη της αντίστασης «ην οργάνωσαν γνωστοί αντιδραστικοί»8, οι οποίοι κατάφεραν να εμπνεύσουν τέτοιο τυφλό φανατισμό στους οπαδούς τους ώστε «μεθ' όλα τα ληφθέντα προς αυτούς ευγενή μέτρα ου μόνον δεν έστερξαν να προσχωρήσωσιν εις το εθνικόν κίνημα και εξακολουθήσωσιν τας εργασίας των, υπό την προστασίαν του νέου καθεστώτος, αλλά καθ' εκάστην χλευαστικότατα προεκάλουν τον στρατόν, ρίπτοντας δυναμίτιδας και πυροβολούντες, όστις και έθεσεν αυτούς εν αποκλεισμό».9
«Κατά τα αιματηρά γεγονότα που ηκολούθησαν εφονεύθηκαν υπό των διεξαγόντων την αντίδρασιν και πολλά γυναικόπαιδα, εν οις και η αδελφή του υπολοχαγού Σκευοφύλακος μετά του τέκνου της».10 Οι Απειράνθιοι, οι ορεσέβιοι τούτοι και γενναίοι άνδρες, φιλοπάτριδες και ειλικρινείς, έπιπτον θύματα ηθικών αυτουργών, αλλαχού διαμενόντων, έπιπτον θύματα της νοσηράς καθολικής καταστάσεως ήτις επεκράτη τότε».11
«Μετά την άσκοπον αιματοχυσίαν η τάξις όχι μόνον αποκατέστη αλλά και το κοινοτικόν συμβούλιον Απειράνθου ανεγνώρισε πλήρως το νέον καθεστώς, προς τιμήν δε των Απειρανθίων πρέπει να λεχθεί ότι μόλις και απηλλάγησαν των ηθικών δηλητηριάσεων, αμέσως και πρώτοι έσπευσαν εις την φωνήν της πατρίδος, να υπηρετήσωσιν υπό τας σημαίας του εθνικού στρατού της Αμύνης, εις ου και υπηρετούν επίλεκτοι Απειράνθιοι αξιωματικοί».12 Διακρίνουμε λοιπόν μια προσπάθεια δικαιολόγησης της υπόθεσης από τη μεριά των βενιζελικών. Οι Απεραθίτες αντιμετωπίζονται σαν τα θύματα της κατάστασης που επικρατούσε τότε, αλλά ήσαν ανταγωνιστές άξιοι σεβασμού.
Τα γεγονότα όπως τα είδαν οι αντιβενιζελικοί
Για τους αντιβενιζελικούς, βέβαια, τα γεγονότα δεν ήταν παρά «κακούργημα, ο παρόμοιον δεν απαντάται εν τη ανθρωπινή ιστορία, δια τα τε προκαλέσαντα τούτο ελατήρια, ως και δια την ψυχραιμίαν μεθ' ης εξετελέσθη».13 Κατά τον αποκλεισμόν δε «φαινομενικώς μόνον κατέλαβαν στρατιωτικώς δήθεν την δυτικήν οροσειράν του δήμου επί της οποίας την νύκτα ήναπτον πυρά, ενίοτε δε και έρριπτον φυσίγγια δυναμίτιδας, ουχί κατά των στρατιωτικών του αποκλεισμού, αλλά διασκεδάζοντες μεταξύ των και ίνα εμπνεύσωσιν αμοιβαίον θάρρος».14
Έπειτα «ουδείς επίστευεν ότι η παθητική αντίστασις τούτων θα κατεβάλετο δια της βίας των όπλων, αλλά δια του αποκλεισμού μάλλον και άλλων ηπιότερων μέσων, αποκλειόμενης της επιδειχθείσης αγριότητας».15 Κατά την περίοδο που ακολούθησε την αιματοχυσία, «και μέχρι σχεδόν της καταλύσεως της τυραννίας οι κάτοικοι διετέλεσαν υπό αληθή τρομοκρατίαν. Οι αστυνομικοί σταθμάρχαι, ελλείψει πραγματικής βασιλείας, εθεώρουν εαυτούς ανωτέρους παντός άρχοντος... Ούτω και δια το ελάχιστον έτι, άνδρας πρώτης γραμμής, πολλάκις μόλις επιστρέψαντες εκ του μετώπου, γέροντας και γυναίκας άξιους παντός σεβασμού συνελάμβανον και έδερον ανηλεώς... ήσαν ούτοι οι μάλλον μισητοί υπήκοοι της καταλυ-θείσης τυραννίας. Η απειλή της εξορίας ήτο η τρομερότερα όλων».16 Για τους αντιβενιζελικούς η αντίσταση ήταν αυθόρμητη. Οι Απεραθίτες σαν μοναδικό γνώρισμα της πορείας τους είχαν την ιδεολογία τους.
Μια πρώτη ερμηνεία
Για τον Απεραθίτη, «το λαϊκό άνθρωπο του παρακμασμένου ορεινού κόσμου, ο οποίος ψάχνει να βρει καταφύγιο που θα τον προστατέψει από την επίθεση της μεταπρατικής κοινωνίας μέσα στη γλώσσα που ακόμα κατέχει, αυτή του αντιφιλελευθερισμού, με την έννοια του αντιφραγκισμού, η μόνη συνολικότητα που του απομένει είναι η συντήρηση. Το κράτος ξαναγίνεται σταδιακά για τον κόσμο αυτό η γήινη παρουσία του θείου, ο βασιλιάς προστάτης της ορθοδοξίας, και κάθε τι που αντιδρά στην ενότητα της κοινότητας, αμάρτημα σατανικό. Ο επαναστάτης Βενιζέλος θα γίνει σε λίγο ο απόβλητος· και ο προσβεβλημένος βασιλιάς, είναι ο θεός που θέλει εκδίκηση, «ο Θεός που μακελώθηκε»,17 γράφει ο Κ. Μοσκώφ.
Ο χαρακτηρισμός «αντάρτης», που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον στρατιώτη του εθνικού στρατού του Βενιζέλου18, δείχνει ότι στη συνείδηση των ανθρώπων αυτών, η κίνηση του Βενιζέλου, η «προδοσία», δεν μπόρεσε να νομιμοποιηθεί απέναντι στη μοναδική νομιμότητα. Και το περιστατικό που ακολουθεί δηλώνει ανάλογη τοποθέτηση: όταν μετά τα επεισόδια ο στρατιωτικός διοικητής Αιγαίου, Νικόστρατος Καλομενόπουλος, διέταξε να κρατηθούν μερικοί από τους κρατουμένους σαν πρωταίτιοι, κάποιος ονόματι Μαργαρίτης του είπε: «Εσείς οι αξιωματικοί δεν μας είπατε να φυλάμε πίστη στον συνταγματικό βασιλέα των Ελλήνων; Αφού εσείς μας λέτε να γίνουμε προδότες, στο μέλλον, ένας γάιδαρος νά ‘ρθει θα τόνε ασπαστούμε».19
Η αφοσίωση στην ιδέα, ο πόνος για τους σκοτωμένους, οι εντυπώσεις και τα συναισθήματα από την εμπειρία αυτή έδωσαν τροφή στο μοναδικό τρόπο έκφρασης, προνόμιο των Απεραθιτών, που είναι ο έμμετρος λόγος. Η αφοσίωση στο βασιλιά εκφράζεται με τον ακόλουθο τρόπο:
«Η κεφαλή μου να κοπεί να κυλιστεί στο αίμα
δεν τ' απαρνιέμ' εγώ ποτέ του Βασιλιά το στέμμα».
Κι ακόμη:
«Όλα της Νάξου τα χωριά είναι παραδομένα
μα τ' Απεράθου κι η Μονή στέκονται τα καμένα.
Εμείς δεν παραδίνουμε χατίρι του κουμπάρου
στου Βενιζέλου τ' άδικο νάρθει μπαλιά του Χάρου».
Στις απειλές για αποκλεισμό απαντούσαν:
«Και να μας αποκλείσετε εμείς θα τρώμε χόρτα
και ξέρουμε να φέρνουμε και τσ' α(γ)ελάδες βόρτα.
Χορταράκια του βουνού και νερό του ποταμού και Κώτσο βασιλιά».
Η αντιπάθεια προς τους βενιζελικούς εκφράζεται με το παρακάτω:
«Όλοι οι βενιζελικοί στον Πάνερμο να πάνε
όπου 'ναι οι ριζαλωνιές κοπράχερα να φάνε.
Ζήτω του Βασιλιά βαράτε κι άλλη μια».
ή όπως διασώθηκε
«Ήφαα μια ζήτω του Βασιλιά ήφαα κι άλλη ζήτω του πάλι»,
έλεγε η Κυριακή Μ. Καραπάτη ενώ ήταν διάτρητη από οκτώ (8) σφαίρες πάνω στην Ψαρρή Πλάκα.
Το μοιρολόι:
«Χίλιες χιλιάδες τάληρα στα χέρια μου να πιάσω
πείτε μου που πουλάν παιδιάν α πάω ν' αγοράσω»,
ειπώθηκε από μια μάνα όταν της είπαν ότι μπορεί να πάρει κάποιο επίδομα για το θάνατο του παιδιού της.
Μια άλλη μάνα μέσα στο θρήνο γυρεύει εκδίκηση:
«Ανάθεμα τσοι τ' άνομοι, τσοι λυσσασμένοι σκύλοι
που 'ρθασι να σκοτώσουσι το (γ)ιο μου το Βασίλη.
Σα που σ' αδικοσκότωσα να τσ' αδικοσκοτώσου
και να τσ' ανεξερνά η (γ)ης σε χώμα να μη λειώσου.
Κι από την άχνη που 'βγαλε το αίμα σου Βασίλη
κατακλυσμός να εννηθεί και να πνι(γ)ούν οι σκύλοι».
Η εμπειρία του 1917 έπαιξε και αυτή το ρόλο της στην εκλογική συμπεριφορά των κατοίκων τ' Απεράθου. Στα χρόνια που ακολούθησαν η εκδίκηση για τη σφαγή δινόταν μέσα από την κάλπη. Οι βενιζελικοί συνδυασμοί ποτέ δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν κάποιο αξιόλογο ποσοστό. Στην εκλογική παρωδία της 22 Νοεμβρίου 1920, όπου πανελλαδικά στις 100 ψήφους οι 99 ήσαν υπέρ της επανόδου του βασιλιά, στην Απείραν-θο το ποσοστό ήταν 100%, δίχως να χρειασθεί κάποια «έξωθεν» επέμβαση. Η επάνοδος του χαιρετίστηκε από τον Απεραθίτικο λαό με το παρακάτω ψήφισμα:
«ΨΗΦΙΣΜΑ του λαού της Απειράνθου
συνελθόντος πανδήμω τη 23η Νοεμβρίου 1920
εν τω Μητροπολιτικώ ναώ της αυτής κωμοπόλεως.
Προς την Α.Μ. τον Βασιλέα των Ελλήνων Κωνσταντίνο ΙΒ' Αθήναι
Μεγαλειότατε,
Ο λαός της Απειράνθου διαβιβάζει ευλαβώς ημετέρα Μεγαλειότητι αποτελέσματα δημοψηφίσματος αυτού, υπέρ του διαδόχου του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, του Μεγάλου Εθνομάρτυρος Βασιλέως Κωνσταντίνου ΙΒ':
2αν Ιανουαρίου 1917: 32 νεκροί, 15 ανάπηροι, 29 πληγωμένοι, λεηλασία Απειράνθου.
1η Νοεμβρίου 1920: δια παμψηφίας κατάλυσις της τυραννίας
22α Νοεμβρίου 1920: δια παμψηφίας 580 ψηφισάντων, αποφαίνεται υπέρ της ταχίστης επανόδου Α.Μ. Βασιλέως Κωνσταντίνου χάριν σωτηρίας Πατρίδος.
Ο λαός της Απειράνθου».
Ακολουθούν τα ονόματα 32 νεκρών, 15 αναπήρων, 29 πληγωμένων.
Στα χρόνια που ακολουθούν παρατηρείται μια ανοδική πορεία των αντιβενιζελικών δυνάμεων. Στις βουλευτικές εκλογές του Αυγούστου 1928 το Λαϊκό Κόμμα πήρε 63,27% των ψήφων και το Κόμμα των Φιλελευθέρων το 35% . Συνολικά, στη Νάξο, το Λαϊκό Κόμμα συγκέντρωσε το 37,82% των ψήφων. Στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτέμβρη του 1932 το Λαϊκό Κόμμα πήρε το 76,46% ενώ το συνολικό ποσοστό στο νησί ήταν 46,35%. Βουλευτικές εκλογές Μάρτη 1933, το Λαϊκό Κόμμα πήρε 502 ψήφους, ποσοστό 75,6% και οι Φιλελεύθεροι 161 ψήφους, ποσοστό 24,28%. Σ' όλο το νησί το ποσοστό του Λαϊκού Κόμματος ήταν 53,67%. Στις εκλογές για την Γ' Αναθεωρητική Βουλή του Γενάρη του 1963 η «Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση» συγκέντρωσε ποσοστό 80,89% ενώ σε ολόκληρη τη Νάξο το ποσοστό ήταν 66,45%.
Βέβαια για τον εκλογικό αυτό προσανατολισμό σημαντική υπήρξε η επίδραση που άσκησε η εκτέλεση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη (Νοέμβρης του 1922). Η εκλογική ρίμα:
«το κόμμα το βασιλικό υποστηρίξετε το
γιατί το βενιζελικό εσκότωσε τον Πέτρο»,
δίνει το μέτρο της επίδρασης αυτής.
Προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε τα γεγονότα του ‘17 στ' Απεράθου. Δεν νομίζουμε ότι τα «φιλοβασιλικά» αισθήματα των Απεραθιτών μπορούν να εξηγηθούν από το γεγονός ότι πολλοί ήσαν οι Απεραθίτες που υπηρέτησαν δίπλα στον Κωνσταντίνο, ζώντας τον καθημερινά στη ζωή του στρατοπέδου κατά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-1914.
Ούτε τα αισθήματα αυτά μπορούν να αποδοθούν στη διαμόρφωση μιας ιδεολογίας που εξηγείται από την παρουσία του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη. Μολονότι από το 1904 η παρουσία του είναι συνεχής στην πολιτική ζωή και ο ρόλος του ενεργός, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως την εποχή εκείνη τα πολιτικά κόμματα δεν διέθεταν μια συνεκτική πολιτική ιδεολογία ή ακόμη τη σημερινή γραφειοκρατική δομή που τους επιτρέπει να μεσολαβούν και να ομοιογενοποιούν κοινωνικά αιτήματα· οι δεσμοί ήσαν χαλαροί και συνηθισμένες οι μετατοπίσεις από τη μια παράταξη στην άλλη τοπικών παραγόντων, που στήριζαν τη δύναμη τους σε τοπικές επιρροές. Αλλά και πάλι δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί ολόκληρος αυτός ο μηχανισμός των σχέσεων κρατικής πελατείας, που διαμορφώθηκε πολύ αργότερα, όταν στην πολιτική ζωή του νησιού κυριάρχησε η προσωπικότητα του Αρ. Π. Πρωτοπαπαδάκη.
Δεν εκινούντο λοιπόν από μια μοναρχική πολιτική ιδεολογία, δεν βρίσκονταν κάτω από την επίδραση συντηρητικών ιδεολογιών οι κάτοικοι της Απειράνθου το 1917. Κι άλλωστε ολόκληρη αυτή η αυθόρμητη και συγκινησιακή αντίδραση των ανθρώπων αυτών, όπως εκφράστηκε στην ποίηση τους, της οποίας αυτοί οι ίδιοι υπήρξαν δημιουργοί, μαρτυρά ακριβώς για το αντίθετο. Ίσως, ο Κωστής Μοσκώφ μας δίνει μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση για τα γεγονότα του ‘17 όπως διαδραματίστηκαν στ' Απεράθου.
Ίσως, όμως, να χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα από μιαν άλλη σκοπιά, όπως αυτή που μας υποδεικνύει ο Α. Gramsci: «ο ξωμάχος, ο μεροκαματιάρης του ορεινού τοπίου ζει πάντοτε έξω από το νόμο, έξω από την κρατιχή οντότητα, δίχως νομική προσωπικότητα, δίχως ηθική εξατομίκευση μπρος στην πολιτεία. Mένει πάντα στοιχείο ανεξάρτητο και αναρχικό μιας μάζας χάους που τα όρια της θέτει ο χωροφύλακας και ο διάβολος... δίχως δύναμη να κατανοήσει την οργάνωση, το κράτος, την πειθάρχιση και μολαταύτα υπομονετικός και επίμονος στην προσπάθεια του να αρπάξει από τη φύση τους σπάνιους καρπούς της, ικανός για κάθε θυσία μπρος στην οικογένεια του... παραμένει ανυπόμονος και βίαιος μέσα στην ανικανότητα του να κατανοήσει ένα κοινωνικό αγώνα, αδύναμος να δώσει ένα σκοπό στην πράξη του και να τον κυνηγήσει μέχρι το τέλος».19
Παραπομπές:
1. Προφανώς για να τους τυφλώσει.
2. Σε προσωπικές μαρτυρίες αναφέρεται ότι ο πρόεδρος φοβήθηκε και κρύφθηκε σ' ένα πολύ μεγάλο μπαούλο. Δεν ξεκαθαρίζεται όμως πως συνελήφθη στη συνέχεια.
3. Το κοντρόλ είχε εγκατασθεί στη Νάξο όπως και στα άλλα νησιά με αφορμή την εμφάνιση γερμανικών υποβρυχίων στο Αιγαίο και διατηρήθηκε καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Διευθυντής του ήταν ο Ρίσβεθ.
4. Σχετικά με τις κανονιές που έπεσαν, 2 ή 3 κατά άλλους, κοινή πεποίθηση είναι ότι ο Π. Βούλγαρης που ήταν αξιωματικός στο «Θέτις» είχε διαταγή να ρίξει 102 ή 103 κανονιές. Ο απεραθίτης ανθυπολοχαγός Σκευοφύλαξ όμως έσβησε το 10 και άφησε τον επόμενο αριθμό. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό είναι αλήθεια ή αν έμεινε σαν μύθος στις μνήμες των ανθρώπων που το ανέφεραν.
5. Το ένα από αυτά κατά τύχη δεν λειτούργησε.
6. Μια αιτία αποφυλάκισης ήταν και ο φόβος αντιποίνων στους βενιζελικούς.
7. Τις πρώτες βοήθειες έδωσαν οι γιατροί Φραγκίσκος και Ματζουράνης. Επίσης και ο Συριανός Ζαχαριάδης. Λέγεται δε ότι ο άγγλος γιατρός αφού περιποιήθηκε τους ντόπιους ρώτησε τον Σαμαρτζή αν έχει πληγωμένους για να τους περιποιηθεί. Όταν ο Σαμαρτζής απήντησε ότι δεν έχει κανένα του είπε: »γιατί εφονεύσατε και επληγώσατε αυτούς τους άοπλους ανθρώπους; Θα είσασταν κρεμασμένος και εσείς και ο αρχηγός σας, αν εκακουργείτο ούτως υπό αγγλικήν δικαιοσύνην».
8. «Ελεύθερος Τύπος», 1η Μαΐου 1920.
9. Νικηφόρου Κυπραίου, Εθνικόν Κίνημα ανά τας Κυκλάδας, σελ. 86.
10. Η Ειρήνη Ζαφ. Σκευοφύλακος αναφέρεται μεταξύ των νεκρών, ο δε επτάχρονος γιος της Αντώνης, μεταξύ των πληγωμένων.
11. Νικηφ. Κυπραίου, Εθνκχόν Κίνημα... οπ. π., σ. 88.
12. Στο ίδιο, σ. 89.
13. Δημοσθένης Εμμ. Πρωτοπαπαδάκης, Η τραγωδία της Απειράνθου, σ.3.
14. Γερακάρη, Εκ της συγχρόνου ιστορίας, σ. 265.
15. Αναφέρεται στο «Ναξιακό Μέλλον», Απρίλης 1958.
16. Δημοσθ. Εμμ. Πρωτοπαπαδάκης, Η Τραγωδία..., οπ. π., σ. 15.
17. Κωστής Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης. Η δια-μόρφωαη της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα, Αθήνα 1978, σ. 482.
18. Ο χαρακτηρισμός αυτός ήταν ευρύτατα διαδεδομένος όπως, για παράδειγμα, στο μοιρολόι:«ανάθεμα τη τη στιγμή,ανάθεμα την ώραοπούρθανε τ' αντάρτικαμεσ' της Αξάς τη Χώρα«,αλλά και σε προσωπικές αφηγήσεις εκφράζεται ο ίδιος αποτροπιασμός: «πιο απελπισία ήτονε οι αντάρτες του Βενιζέλου παρά τσοι Ιταλοί».
19. Μαρτυρία του Μαν. Ι. Αυγερινού.
20. Antonio Gramsci, La question meridionale, Roma, Editori Riuniti,1966.
Το κείμενο αναδημοσιεύεται από το περιοδικό “Απεραθίτικα”, τεύχος Ι 1988.
Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του γιατρού, Δημήτρη Μπάκαλου, με τίτλο:
«Η εποχή μου», που κυκλοφόρησε το 1998 από τις «Εκδόσεις των Φίλων».
«Η επίδοση μου στο σχολείο επηρεάστηκε και από τη μακροχρόνια διακοπή των μαθημάτων λόγω της ταραγμένης, τότε, πολιτικής καταστάσεως που είχε ως αποτέλεσμα την λεγόμενη «μάχη της Απειράνθου», που ήταν δολοφονία, αφού οι Απεραθίτες δεν έριξαν ούτε μια σφαίρα εναντίον των δολοφόνων τους. Στη λεγόμενη αυτή μάχη κινδύνευσε και ο γαμπρός μου και εγώ.
Ήταν Δεκέμβριος του 1916. Οι Απεραθίτες, που ήσαν όλοι βασιλόφρονες, με την εξαίρεση δέκα-δώδεκα συγχωριανών τους, δεν θέλανε να αναγνωρίσουν την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης και νόμισαν ότι θα μπορούσαν να αντισταθούν. Πριν από τη μάχη είχε προηγηθεί η είσοδος ογδόντα χωροφυλάκων και στρατιωτών μέσα στο χωριό. Ο επικεφαλής τους ανθυπολοχαγός φοβήθηκε να χρησιμοποιήσει βία και αποχώρησε περιμένοντας ενισχύσεις. Τ’ Απεράθου είχε τότε περισσότερους από δύο χιλιάδες κατοίκους και ο αξιωματικός πίστευε ότι η δύναμη που διέθετε δεν ήταν επαρκής για να επιβάλει την τάξη. Το χωριό, όμως, δεν είχε μόνο πολιτική σημασία, λόγω του Πρωτοπαπαδάκη, αλλά διέθετε και το σμιρίγλι (σμύριδα), που χρησιμοποιούσαν οι Αγγλογάλλοι για το καθάρισμα των κανονιών τους, και έπρεπε οπωσδήποτε να υποταχθεί.
Όλα τα χωριά της Νάξου είχαν αναγνωρίσει την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, εκτός από τη Μονή καί τ' Απεράθου. Ύστερα από μια εικονική αντίσταση, δηλαδή γιουχαϊσμούς, και χωρίς θύματα, υπέκυψε και η Μονή. Εικονική αλλά πιο θορυβώδης ήταν και η αντίσταση των Απεραθιτών. Μαζεύονταν τη νύχτα στις δυτικές κορυφογραμμές του Φαναριού και στον Αη Γιάννη, δηλαδή στην είσοδο του χωριού για τους ερχόμενους από τη Χώρα και από τα άλλα χωριά. Εκεί, κυρίως στον Αη Γιάννη, τη νύχτα, χαλούσαν τον κόσμο, ρίχνοντας δυναμίτες, που υπήρχαν σε αφθονία για την εξόρυξη του σμιριγλιού. Με μια σάλπιγγα, λάφυρο των βαλκανικών πολέμων, που διέθετε ένας ξάδελφός μου, και με μερικούς πυροβολισμούς με κυνηγετικά και ίσως ένα δυο πολεμικά όπλα δημιουργούσαν μια ψευδοπολεμική ατμόσφαιρα, που τους εστοίχισε πολύ ακριβά. Η διάδοση ότι ένα γερμανικό υποβρύχιο είχε αποβιβάσει 400 όπλα, περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Από το άλλο μέρος, οι Αμυνίτες, δηλαδή οι Βενιζελικοί, είχαν συγκεντρώσει στη Νάξο ένα λόχο από 250 στρατιώτες, ενισχυμένο με πολλούς Κρήτες χωροφύλακες και ένα μικρό τορπιλοβόλο, τη «Θέτιδα» με κυβερνήτη τον, μετά από πολλά χρόνια αρχηγό του στόλου στη Μέση Ανατολή και μετέπειτα πρωθυπουργό, Βούλγαρη. Το τορπιλοβόλο είχε αγκυροβολήσει, την ημέρα της λεγόμενης μάχης, στο λιμάνι τ' Απεράθου, στη Μουτσούνα. Ο λόχος αυτός είχε αποκλείσει το χωριό με σκοπό να αναγκασθεί να παραδοθεί από έλλειψη τροφίμων. Όταν ο επικεφαλής του λόχου υπολοχαγός Σαμαρτζής, αντελήφθηκε ότι οι Απεραθίτες ήσαν αμετάπειστοι αποφάσισε να χρησιμοποιήσει βία.
Το πρωί, στίς 2 Ιανουαρίου του 1917, ήταν Δευτέρα, ο λόχος εμφανίστηκε στην κορυφογραμμή του Φαναριού. Η είδηση διαδόθηκε αστραπιαία και όλοι οι κάτοικοι του επάνω χωριού, της Φυροΐστρας, άντρες, γυναίκες και παιδιά έτρεξαν πάνω από την Αγία Παρασκευή, γύρω στο μύλο του Δράκου και κάτω από το αμπέλι του Μπαλλαρίνου. Το ίδιο έκανε ο γαμπρός μου και εγώ. Στο σπίτι έμεινε μόνον η Παρασκευή, που ήταν έγκυος στο πρώτο της παιδί και η μικρή αδελφή μου, που δεν ήταν ακόμη πέντε χρονών. Αυτή η φοβερή μέρα έμεινε χαραγμένη βαθιά μέσα μου και την ανέφερα, από τότε, πολύ συχνά. Θυμάμαι τους στρατιώτες που κατέβαιναν από το βουνό «σε τάξη μάχης» σιγά και με διαδοχικά άλματα, κρύβονταν πίσω από θάμνους ή βουνόπετρες για να προφυλαχθούν από τα ανύπαρκτα πυρά των Απεραθιτών και των γυναικόπαιδών τους. Το ίδιο συνέβαινε και στο κάτω χωριό, το Κατήφορο, όπου οι κάτοικοι είχαν μαζευτεί επάνω στα δώματα των σπιτιών τους.
Καθώς οι αμυνίτες κατέβαιναν και έβλεπαν ότι δεν υπήρχε αντίσταση, άφησαν τα άλματα και τα πριμνηδόν καί παρατάχθηκαν με προτεταμένα τα όπλα στον επάνω τράφο (ξηρότοιχο) του αμπελιού του Μπαλλαρίνου, 150 μέτρα περίπου από την είσοδο του χωριού. Οι Φυροϊστιανοί, οι κάτοικοι του επάνω χωριού, είχαν μαζευτεί κοντά στον κάτω τοίχο του αμπελιού του Μπαλλαρίνου. Το φράγμα, που ήταν επικλινές μεταξύ του επάνω και του κάτω τράφου, έσωσε πολύ κόσμο. Ο υπολοχαγός Σαμαρτζής κάλεσε τον πρόεδρο του χωριού και του ζήτησε να το παραδώσει εγγράφως, με προθεσμία ενός τετάρτου της ώρας. Ο πρόεδρος απάντησε ότι όπλα δεν υπήρχαν και ότι ο λόχος μπορούσε να μπει ανενόχλητος στο χωριό.
Μια ώρα προηγουμένως το τορπιλοβόλο «Θέτις» είχε ρίξει δύο κανονιές. Η απόσταση για τα κανόνια της Θέτιδας ήταν πολύ μεγάλη και το χωριό αθέατο γι' αυτήν και πολύ ψηλότερα από τη θάλασσα. Η μια οβίδα έπεσε κοντά στο χωριό, πάνω από το πηγάδι της Παναγίας, και έκανε απλώς μια τρύπα, χωρίς άλλη ζημιά. Η άλλη, δεν έφθασε καν στην περιοχή του χωριού. Όπως μου διηγήθηκε πολύ αργότερα, ένας αξιωματικός που υπηρετούσε τότε στη «Θέτιδα», χρησιμοποιήθηκαν σάκκοι γεμάτοι με άμμο για να γύρει το πλοίο στο πλευρό του και να σηκωθεί ψηλότερα η κάνη του πυροβόλου. Θα μπορούσε να γελάσει κανείς, αν έβλεπε τη «Θέτιδα» και εάν η όλη ιστορία δεν είχε τόσο τραγικό τέλος.
Όταν έληξαν τα δεκαπέντε λεπτά του τελεσιγράφου, με μόνη απάντηση: «Ζήτω ο Βασιληάς» και οι κανονιές της «Θέτιδος» δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, ο υπολοχαγός Σαμαρτζής διέταξε το «φονικό πυρ» εναντίον των απροστάτευτων ανδρών καί γυναικόπαιδων τ' Απεράθου. Οι περισσότεροι, όσοι ήξεραν από πόλεμο, έπεσαν μπρούμητα ή έτρεξαν προς τον κάτω τοίχο του κτήματος Μπαλλαρίνου. Οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεξαν προς τα κοντινά σπίτια του χωριού. Θυμούμαι την ανακούφιση που αισθάνθηκα όταν έφθασα στον τοίχο του σπιτιού που με προφύλαξε από τις σφαίρες που έπεφταν κοντά μου σ' όλη μου τη διαδρομή.
Ο παιδικός μου φίλος και γείτονας Αναματερός, ένα χρόνο μεγαλύτερος μου, δώδεκα χρονών, σκοτώθηκε κάπου εκεί κοντά μου, χωρίς μέσα στη παραζάλη μου ν' αντιληφθώ τίποτε και που ακριβώς έπεσε. Και στο κάτω χωριό, το Κατήφορο, σκοτώθηκαν αρκετοί, εκτεθειμένοι όπως ήσαν επάνω στα δώματα των σπιτιών τους. Αφού σκοτώθηκαν 32 και τραυματίστηκαν πολλοί περισσότεροι, ο Σαμαρτζής, νικητής και τροπαιούχος μπήκε, σαν κατακτητής, στ' Απεράθου με τους στρατιώτες εφ' όπλου λόγχη.
Το σπίτι μου ήταν πολύ κοντά στον τόπο των φόνων και όταν μπήκα μέσα οι σφαίρες περνούσαν ακόμη πάνω από το δώμα. Η αδελφή μου, μόλις 17 ετών και έγκυος στο πρώτο της παιδί, με έψαχνε να δει αν ήμουν τραυματισμένος. Σε λίγο έφθασε και ο άντρας της και κρύφτηκε αμέσως στο υπόγειο του σπιτιού. Το υπόγειο ήταν κατά τέτοιο τρόπο χτισμένο, ώστε να μη γίνεται αντιληπτό, σε όποιον έμπαινε στο σπίτι. Η είσοδος του υπογείου, κρυβότανε από ένα μπαούλο. Ένα ντουλάπι πάνω από την είσοδο του υπογείου, σαν βιτρίνα, συμπλήρωνε την ανυπαρξία του, σε όποιον δεν ήξερε το σπίτι. Έτσι ο γαμπρός μου απέφυγε την σύλληψη και τον εγκλεισμό με τους περισσότερους άντρες του χωριού που τους έπιασαν στο δρόμο ή στα σπίτια τους.
Εγώ, ένα ζωηρό παιδί 11 ετών, δεν μπορούσα να κρατηθώ στο σπίτι. Μόλις έπαψαν οι πυροβιλισμοί, ξέφυγα από την αδελφή μου και βγήκα στους δρόμους να δω τι γίνεται. Συναντούσα παντού στρατιώτες που περιπολούσαν και ερευνούσαν τα σπίτια με εφ' όπλου λόγχη. Ένας, μάλιστα, από τους 32 σκοτωμένους κτυπήθηκε με λόγχη μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του. Μέσα στα σπίτια ακούγονταν οι φωνές και οι οδυρμοί των γυναικών που έκλαιγαν τους νεκρούς τους. Πήγα στο κάτω χωριό να δω τι είχε συμβεί εκεί. Έφθασα στο δώμα του Σταυριανού και αντίκρυσα ένα θέαμα που δεν το λησμόνησα ποτέ. Ένας άντρας ήταν ξαπλωμένος με μια τρύπα στο μέτωπο. Έμαθα κατόπιν ότι ήταν ο Γ. Οικονόμου. Ο γυιός του, που σπούδασε νομικά και εξελίχθηκε ως ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου των Οικονομικών, δεν ξαναγύρισε στο χωριό, κάτι πού είναι μοναδικό για έναν γεννημένο στ' Απεράθου.
Τα γεγονότα στ' Απεράθου με 32 σκοτωμένους και θαμμένους σ' ένα λάκκο, δεν είναι μόνο θλιβερά και εγκληματικά, θα έλεγα, αλλά και παράλογα. Θα μπορούσαν να αποφευχθούν εάν επικρατούσε η στοιχειώδης λογική. Ο υπολοχαγός δεν θα έπρεπε να ζητεί έγγραφη παράδοση από άντρες και γυναίκες που ήταν άοπλοι μπροστά του και τους έβλεπε. Αλλά και οι προύχοντες του χωριού, που ήσαν όλοι σχεδόν βενιζελικοί, θα έπρεπε να κατέβουν στην Τραγαία και να βεβαιώσουν το διοικητή του λόχου ότι δεν υπήρχαν όπλα καί ότι θα μπορούσε να μπει στο χωριό πιάνοντας τους ζωηρότερους, όπως έγινε στη Μονή.
Τα γεγονότα τ' Απεράθου δεν είναι δυστυχώς και τα μοναδικά. Θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μια σταγόνα μέσα στον ωκεανό του μεγάλου παραλογισμού που κατέληξε στον εθνικό διχασμό, την μικρασιατική καταστροφή και στη συρρίκνωση του ελληνισμού, που συνεχίζεται και σήμερα, με τη μια ή την άλλη μορφή».
Ομιλία του Μιχάλη Ι. Φραγκίσκου στην τελετή απότισης τιμής στα θύματα του 1917.
Όταν ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος την Ελλάδα κυβερνούσε ο προοδευτικός και ικανός πολιτικός Ελευθέριος. Βενιζέλος. Ο Βενιζέλος πίστευε. ότι τα συμφέροντα της χώρας μας θα εξυπηρετούντο
καλύτερα αν η Ελλάδα ετίθετο στο πλευρό των Αγγλογάλλων κι όχι των κεντρικών ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, άποψη που διέφερε από εκείνη του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Η διαφορά ανάμεσα στις δυο πολιτικές τοποθετήσεις υπήρξε τόσο έντονη ώστε προκάλεσε ρήξη και διχασμό όχι μόνο ανάμεσα στους πολιτικούς της εποχής, αλλά και ανάμεσα στο λαό που χωρίστηκε πλέον σε δύο μερίδες, στους «βενιζελικούς» και στους «αντιβενιζελικούς». Ο Βενιζέλος αναγκάσθηκε να παραιτηθεί το 1915 και σχηματίσθηκε κυβέρνηση με τον Δημήτρη Γούναρη επικεφαλής. Αλλά οι Αγγλογάλλοι δεν ήταν δυνατό να αποδεχθούν μια φιλογερμανική πολιτική τοποθέτηση της Ελλάδας γιατί ήταν αντίθετη με τα συμφέροντα τους και, κατά τον Βενιζέλο, με τα συμφέροντα της ίδιας της χώρας.
Με την επικράτηση του στρατιωτικού κινήματος στη Θεσσαλονίκη σχηματίστηκε μια δεύτερη κυβέρνηση επικεφαλής της οποίας τέθηκαν ο Βενιζέλος, ο ναύαρχος Κουντουριώτης και ο στρατηγός Δαγκλής. Στο κράτος της Θεσσαλονίκης προσχώρησε ολόκληρη η Βόρεια Ελλάδα, τα νησιά και τα χωριά των νησιών. Τότε έφθασε στρατιωτικό άγημα στις Κυκλάδες. Ένα τμήμα του έφθασε στη Νάξο. Μόλις εγκαταστάθηκε εκλήθησαν όλοι οι πρόεδροι να κατεβούν στη Χώρα για να δηλώσουν ότι αναγνωρίζουν σαν κυβέρνηση την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Μόνον οι πρόεδροι Μονής και Απεράθου αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την κυβέρνηση Βενιζέλου, όχι επειδή το ήθελαν οι ίδιοι, αλλά επειδή αντιδρούσαν επίμονα οι κάτοικοι των δύο χωριών.
Για το λόγο αυτό το στρατιωτικό άγημα, με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Ρουσάκη, έφθασε στη Μονή. Αφού πρώτα έγιναν μερικές συλλήψεις οι κάτοικοι υποχώρησαν και υπογράφτηκε το επιθυμητό πρωτόκολλο αναγνώρισης. Το άγημα από τη Μονή ήρθε στ' Απεράθου. Όμως οι Απεραθίτες δεν ήταν δυνατό να πειστούν με κανένα τρόπο. Υπήρχαν βέβαια στο χωριό μερικοί βενιζελικοί, οκτώ ή δέκα, όπως ο γιατρός Φραγκίσκος, ο Αντώνης Δοντάς (Μαναντώνης), ο ίδιος ο Γιαννούλης που ήταν πρόεδρος, ο Γιάννης ο Σκληράκης (ο Μαστρο-Γιάννης), ο Γιάννης Σκευοφύλακας, ο Φλώριος Ν. Μπάκαλος, ο Ηλιάδης, οι δάσκαλοι Ααρών και Φλώρος Ν. Κατσουρός, ο Μ. Πρωτονοτάριος (Κεραμιώτης), ο Μιχάλης Γιαννούλης (Γιαννουλομιχάλης) και μερικοί άλλοι ακόμα που θα ήθελαν να προσχωρήσουν, αλλά δεν τολμούσαν να έρθουν σε αντίθεση με το κοινό απεραθίτικο αίσθημα. Η απεραθίτικη λαϊκή μούσα μας πληροφορεί για τους βενιζελικούς του χωριού:
Δεν πάω ε(γ)ώ στο κίνημα γιατ' είναι σοβαρό
κι ας το θέλει ο Κεραμιώτης, ο Φραγκίσκος κι ο Ααρώ,
ο Ηλίας Ηλιάδης, Μπάκαλος και Κατσουρός,
Ιωάννης ο Σκληράκηςκαι ο Γιαννουλομιχάλης με το Μαναντώναρο.
Ο Ρουσάκης, καταλαβαίνοντας ότι δε μπορούσε να πείσει τους Απεραθίτες να προσχωρήσουν στην κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, έφυγε την τέταρτη μέρα απ' τ' Απεράθου και στάθμευσε στο δήμο Τραγαίας, μέχρι να λάβει νέες οδηγίες. Το τελευταίο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 1916 έφτασε από τη Σύρα στρατιωτική δύναμη 250 περίπου ανδρών με επικεφαλής τον υπολοχαγό, Δημήτριο Σαμαρτζή,. Ο Σαμαρτζής μάταια προσπάθησε, με προσκλήσεις στην Τραγαία Απεραθιτών που εθεωρούντο ότι υποκινούν το λαό, να πείσει τους Απεραθίτες να προσχωρήσουν στο «κίνημα». Την 1η Ιανουαρίου 1917, ημέρα Κυριακή και ώρα 10 το πρωί έστειλε από το τορπιλοβόλο «Θέτις» που εμφανίστηκε στη Μουτσούνα τελεσίγραφο στους Απεραθίτες, με το οποίο τους γνωστοποιούσε ότι αν μέχρι στις 6 το απόγευμα δεν δηλώσουν προσχώρηση και δεν παραδώσουν τα υπάρχοντα όπλα θα θεωρηθούν εχθροί, το χωριό θα κηρυχθεί σε κατάσταση πολιορκίας, θα κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος, θα συσταθεί στρατοδικείο και θα χτυπηθεί από στεριά και θάλασσα.
Το τελεσίγραφο αυτό διαβάστηκε σ' ολόκληρο το λαό που είχε συγκεντρωθεί στην πλάτσα και με την πρόταση του γέρου καφεπώλη Μανώλη Ζευγώλη ή Κολέα αποφασίστηκε να κριθεί ανάξιο οποιασδήποτε απαντήσεως. Στις 2 Ιανουαρίου 1917, ξημερώματα, εμφανίστηκε η στρατιωτική δύναμη του Σαμαρτζή να πλησιάζει το χωριό χωρίς να συναντήσει πουθενά την παραμικρή αντίσταση. Ο πρόεδρος του χωριού, βενιζελικός ο ίδιος, πήγε αμέσως μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός να συναντήσει τον Σαμαρτζή ο οποίος του έδωσε προθεσμία 15 λεπτών προκειμένου να εκτελέσει τους όρους του τελεσιγράφου, διαφορετικά, δήλωσε, θα κάψει το χωριό.
Ο πρόεδρος του απάντησε ότι, εκτός από τους λιγοστούς βενιζελικούς, κανείς άλλος δεν δέχεται να προσχωρήσει, όμως δε βλέπει το λόγο για τον οποίο ο αξιωματικός θα έπρεπε να κάψει το χωριό, αφού μπορεί να εισέλθει και να εγκαταστήσει τις αρχές του κι αν κάποιος από τους άνδρες του πάθει κάτι να κρατηθεί ο πρόεδρος κι άλλοι, ακόμη, σαν όμηροι για κάθε είδους παρεκτροπή. Ο υπολοχαγός απάντησε ότι πρέπει να εφαρμοσθούν οι όροι του τελεσιγράφου. Ο πρόεδρος ανακοίνωσε στο λαό την αμετάκλητη απόφαση του Σαμαρτζή να κάψει το χωριό αν δεν προσχωρήσει και παραδώσει τα όπλα. Αλλά ο λαός αποφάσισε να μην αναγνωρίσει την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης:
Όλοι οι Δήμοι της Αξας είναι παραδομένοι
και μόνο τ' Απεράθου μας πιστό και στέριο μένει
Είπασι πως θα κάψουσι εμάς και το χωριό μας
μα πρώτα θα το κάψουμε εμείς πουν' και δικό μας.
Και τα παιδιά θα σφάζουμε οι ίδιοι να τα φάμε
μα στο στρατό τση Άμυνας ποτέ μας δε θα πάμε.
Κι έτσι θα τόχομεν εμείς παντοτινή τιμή μας
πως δε θα πολεμήσομε να σφάξομ' αδελφοί μας.
Κι έτσι θα το βαστάζουμε με του Θεού τη χάρη
και δεν πουλούμε την τιμή για 'να σακί κριθάρι.
Καθάριο και περήφανο τον όρκο μας βαστούμε
και στο στρατό τση Άμυνας εμείς δεν προσχωρούμε.
Λεβέντικο Απεράθου μας αν ήσου πιο μεγάλο
δε θενά δούλιας στο ντουνιά μήτ' Άγγλο μήτε Γάλλο.
Μια ώρα πριν λήξει η νέα προθεσμία που είχε δώσει ο Σαμαρτζής, γύρω στις 9 το πρωί, το τορπιλοβόλο «Θέτις», από τον όρμο της Μουτσούνας ανοίγει πυρ και στις 10 άρχισαν πυρά με επαναληπτικές βολίδες γκρα μάνλιχερ. Ο λαός, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, που είχαν ανέβει στα δώματα των σπιτιών και κοιτούσαν γεμάτοι περιέργεια την παράταξη, δεν πίστευε ότι ελληνικός στρατός ήταν δυνατό να στραφεί εναντίον του και να τον χτυπήσει, ότι μπορούσε να γίνει ο στόχος των στρατιωτικών. Έγινε ένα μεγάλο φονικό. Στην Ψαρή Πλάκα έπεσαν πολλοί, στου Καραβά αρκετοί, όπως στα δώματα και στους δρόμους.
Τότε ο Σύγγελος Εμμ. Φραγκίσκος (παπά Κονόμος) ύψωσε διστακτικά ένα κοντάρι που πάνω του είχε ένα άσπρο πανί, σημάδι πως τ' Απεράθου σταματά ν' αντιστέκεται. Μπήκανε τότε οι στρατιώτες μέσα και η πρώτη τους δουλειά ήταν να μαζέψουν γύρω στους 120 άντρες που είχαν μείνει και να τους κλείσουν στην εκκλησιά της Παναγίας.Οι νεκροί της φονικής επίθεσης ήταν τριάντα δύο (32). Υπήρχαν όμως και 44 τραυματίες από τους οποίους δεκαπέντε (15) έμειναν ανάπηροι. Μόλις έγιναν γνωστά τα γεγονότα ήρθε στ' Απεράθου ο γιατρός του αγγλικού ναυτικού με νοσοκόμες και είδη νοσηλείας. Αφού επισκέφθηκε τους πληγωμένους ζήτησε από το Σαμαρτζή να δει και τους τραυματίες της «Άμυνας». Ο Σαμαρτζής του απάντησε πως δεν είχε κανένα πληγωμένο. Οι αδικοχαμένοι είναι:
1. Αναματερός Γιάννης του Μιχ. (αδελφός του Σμπιρλή), 12 χρόνων
2. Γλέζου Εργίνα του Νικ., 27 χρόνων
3. Αρχοντάκης Λογοθέτης του Μαν., 46 χρόνων
4. Χατζηπέτρου Κυριακή του Μαν. (Σμανώλαινα)**, 45 χρόνων
5. Γρατσίας Μανώλης του Ηλία (Γρατσομανόλης), 54 χρόνων
6. Πριμηκύριος Γιάννης του Μαν. (Πριμηκυρογιάννης), 66 χρόνων
7. Μπελιώτης Στέφανος του Δημ., 73 χρόνων
8. Δέτσης Φλώριος του Δημ., 48 χρόνων
9. Οικονόμου Γεώργιος του Μαν. (Φακίνος), 38 χρόνων
10. Κατσουρός Μανόλης του Δημ., 19 χρόνων
11. Κιαγιάς Αντώνης του Γεωργίου, 48 χρόνων
12. Ζαφείρης Μανώλης του Γεωργίου (τση δασκάλας), 28 χρόνων
13. Δεουδέ Σοφία του Ιωάννη (μάνα του Λιανουδογιώργη), 35 χρόνων
14. Ζευγώλης Δημήτρης του Αντώνη (του Ντινεραντώνη), 18 χρόνων
15. Κώτσος Γιάννης του Αντώνη (αδελφός της Παπαγιαννιάς), 16 χρόνων
16. Σταυριανός Σταύρος του Δημ., 80 χρόνων
17. Βάσιλας Δημήτρης του Μαν. (τση Κατσάνας γιος), 17 χρόνων
18. Σοϊλέ Μαρία του Δημήτρη, 55 χρόνων
19. Ρωμανός Γιάννης του Δημ. (πατέρας του Βρόντου), 80 χρόνων
20. Κώτσου Ειρήνη του Μαν. (του Παπανιαννάκη κόρη), 18 χρόνων
21. Σκευοφύλακα Ειρήνη του Ζαφείρη (μάνα του Αντ. Ζαφείρη), 36 χρόνων
22. Καραπάτης ή Χατζηπέτρος Βασίλης του Ι., 27 χρόνων
23. Γιακουμή Καλλιόπη του Μαν., 40 χρόνων
24. Μπαρδάνης Βασ. του Κωνστ. (αδελφός του Νικολάου), 17 χρόνων
25. Ποθητός Γεώργιος του Αντώνη (αδελφός του Τσουντανονικόλα), 20 χρόνων
26. Καμπούρης Μανώλης του Δημήτρη, 30 χρόνων
27. Γιακουμή Ευδοκία του Βασ., 40 χρόνων
28. Κρητικού Καλλιόπη του Μαν., 28 χρόνων
29. Τρευλού Μαριέτα του Γεωργίου, 26 χρόνων
30. Παπαδάκη Μαρίνα του Δημ. (Λαστίχη), 48 χρόνων
31. Μάρκου Μανώλης του Ιωαν., 38 χρόνων
32. Μάρκου Κατερίνα του Παναγιώτη (αδελφή του Κουρέα), 20 χρόνων
Οι Απεραθίτες που είχαν συλληφθεί και φυλακισθεί στην εκκλησία οδηγήθηκαν στη Χώρα εκτός από 30 που απολύθηκαν. Οι υπόλοιποι 90, οι πιο νέοι, οι πιο λεβέντες έμειναν στη Χώρα και όταν τελικά έγινε η προσχώρηση μετά από 10 μέρες, τους ελευθέρωσαν. Τα γεγονότα δε μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα και να μην τιμηθούν από την απεραθίτικη λαΐκή μούσα:
Το εννιακόσια δεκαεφτά στσι 2 του Ενάρη
ήρθεν αντάρτικος στρατός απάνω στο Φανάρι.
Σαράντα άτομα νεκρά στην Ψαρή Πλάκα πέσα
κι όσοι επομείνα ζωντανοί με σίδερα τσ' έδεσα.
Σαράντα εσκοτώθηκαν απ' τ' Απεράθου μέσα
λεβέντες σα τσοι Κρητικοί με βράκες και με φέσα.
Σε άλλο δίστιχο ο αριθμός των νεκρών αναφέρεται με ακρίβεια:
Το 17 σκοτώθησα τριάντα δυο νομάτοι
κι άλλοι πομείνασι κουτσοί, κουλοί και μ' ένα μάτι.
Μοιρολογώντας η μάνα του, το νεκρό Βασίλη Καραπάτη, 27 χρόνων παλικάρι, γαμπρό λίγων ημερών, καταριέται τους φονιάδες του γιου της με μοιρολόγια όπως τα παρακάτω:
Ανάθεμα την τη στιγμή κι ανάθεμα την ώρα
οπούρθασι τ' αντάρτικα μεσ' της Αξάς τη Χώρα.
Ανάθεμα τσοι τσ' άνομοι τσοι λυσσασμένοι σκύλοι
πούρθασι και σκοτώσασι το (γ)ιό μου το Βασίλη.
Σα που σ' αδικοσκότωσα να τσ' αδικοσκοτώσου
και να τσ' ανεξερνά η (γ)ης σε χώμα να μη λειώσου.
Κι από την άχνη πούβγαλε το αίμα σου Βασίλη
κατακλυσμός να εννηθεί και να πνιούν οι σκύλοι.
Ο ιστορικός βέβαια θα κατανείμει τις ευθύνες για τον καταστρεπτικό διχασμό του 1917, που δημιούργησε φανατισμούς και μίση ανάμεσα στο λαό κι έφερε ποικίλες συμφορές στην πατρίδα μας. Όμως, όποια και αν είναι η τοποθέτηση των ιστορικών, δεν είναι δυνατό να μη σταθούμε με ευλάβεια και σεβασμό μπροστά σ' αυτή την ανθρωποθυσία, μπροστά στην ενότητα και στην ομοψυχία που χαρακτήριζαν εκείνα τα χρόνια τον Απεραθίτη, έστω κι αν αυτή η θυσία προήρχετο από εσφαλμένη πολιτική εκτίμηση και τοποθέτηση. Πιστεύω ότι το νόημα της αντίστασης του Απεραθίτη το 1917 εσήμαινε: «Θέλουμε να ζήσουμε ελεύθεροι, ενωμένοι, χωρίς μίση, χωρίς πάθη, χωρίς τον κίνδυνο του αλληλοσπαραγμού»
* Ομιλία του Μιχάλη Φραγκίσκου, τότε κοινοτικού συμβούλου και αργότερα προέδρου του χωριού, στην ειδική τελετή που διοργάνωσαν η Κοινότητα, ο Απεραθίτικος Σύλλογος και ο «Α.Π.Α.Σ. Τα Φανάρια» για να τιμήσουν τη μνήμη των 32 θυμάτων, το 1987, εβδομήντα χρόνια μετά τα τραγικά γεγονότα.
** Αυτή βρισκόταν στην Αγία Παρασκευή όταν δέχτηκε την πρώτη σφαίρα στο δεξιό ώμο και λέει: «Ήφαα μια. Ζήτω του βασιλιά»· Πριν όμως να αποτελειώσει δέχεται και δεύτερη στην αριστερή πλευρά και προσθέτει: «Ήφαα κι άλλη. Ζήτω του πάλι». Μια τρίτη την χτυπά κατάστηθα και τη θανατώνει. Της άφησε όμως όσο καιρό χρειαζόταν για να τεντώσει το χέρι της κάνοντας τη γνωστή ελληνική χειρονομία και πνιγμένη στο αίμα να πει στούς φονιάδες της: «Ορίστε μεσ' τα καλά σας μάθια».
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Απεραθίτικα», τεύχος Ι του 1988.
Μελέτη της ιστορικού Λουκίας Βαρθαλίτου, με τίτλο:
"Προσεγγίζοντας τα γεγονότα του ’17 στη Νάξο. Η υπόθεση Απεράθου".
Οι πολιτικές διαμάχες και οι διϊσταμένες απόψεις που τις συνοδεύουν και που εμφανίζονται να προέρχονται από τη σύγκρουση μεταξύ δύο πολιτικών προσωπικοτήτων, δεν είναι φαινόμενο δυσεύρετο στη νεώτερη ελληνική ιστορία. Το θέμα μου δεν έχει ερευνηθεί ιδιαίτερα, αν και είναι πολύ γνωστό μεταξύ των κατοίκων του νησιού, και είναι, νομίζω, ενδεικτικό για τα ήθη της κοινωνικοπολιτικής ιστορίας του τόπου μας. Το κύριο γεγονός που στο κείμενο αυτό πραγματεύομαι, περιγράφεται συνοπτικά στο ποίημα του ανώνυμου λαϊκού ποιητή:
«Στα εννιακόσα δεκαφτά στις δύο του (Γ)ενάρη
επαρατάχτηκ' ο στρατός απάνω στο Φανάρι
και μας πυροβολούσανε σα νά ‘μεστα Βουργάροι.
Επαρατάχτηχ' ο στρατός πάνω στις Μαυρομοίρες
ως κι από τον Τριάκαθα μας ρίχνανε οβίδες.
Σαρανταπέντε βάλανε μέσα σε ένα λάκκο
και ο Βασίλης του Μικέ ήτονε κάτω-κάτω».
Βρισκόμαστε στα 1916-1917. Είναι τα χρόνια που λαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση και γνωρίζει τη μεγαλύτερη ένταση ο Εθνικός Διχασμός, που γεννιέται και οξύνεται σαν αποτέλεσμα εσωτερικών και εξωτερικών αντιθέσεων που βρίσκονται σε μια διαρκή αλληλεπίδραση. Η Ευρώπη, διηρημένη από το 1904 σε δυο εχθρικά στρατόπεδα, προετοιμάζεται για τον πόλεμο. Τα δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα προσπαθούν να προσελκύσουν στο δικό τους στρατόπεδο τα μικρά κράτη, σαν δορυφόρους τους. Οι αντιθέσεις μεταξύ των ανεπτυγμένων κρατών, καθώς μεταφέρονται στον ελλαδικό χώρο, φορτώνουν με τα περιεχόμενα και τις σημασίες τους τις εσωτερικές αντιφάσεις της ελληνικής κοινωνίας.
Οι φιλελεύθερες δυνάμεις της αστικής τάξης, συνασπισμένες υπό την ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου, που προωθούν τον εκσυγχρονισμό του κράτους και ολοκληρώνουν τον εμπορομεσιτικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια αυτά, επιμένουν στην πολιτική που θέλει την Ελλάδα στο πλευρό των παραδοσιακών συμμάχων της, στο πλευρό της Αντάντ, επιδιώκοντας εδαφικά ωφέλη. Αντίθετα, οι εκπρόσωποι του νεόφερτου πρωσικού ιμπεριαλισμού, που ήδη από τα πρώτα χρόνια του αιώνα είχε κάνει την εμφάνιση του στον οικονομικό τομέα με τραπεζικές επενδύσεις και στον πολιτιστικό με το νιτσεϊσμό, βρίσκουν πολιτικό στήριγμα στη «Μικρή Αυλή» του διαδόχου Κωνσταντίνου και της αδελφής του γερμανού αυτοκράτορα Σοφίας, και επιμένουν στην ουδετερότητα της Ελλάδας στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Μ' αυτούς θα ταχθούν, μετά και από την πείνα που προκάλεσε ο αποκλεισμός της νοτιότερης Ελλάδας από τις δυνάμεις της Αντάντ, που απέβλεπε στο να εξαναγκάσει τη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών να εισέλθει στο πλευρό της στον πόλεμο, ένα μεγάλο μέρος των μικροαστικών και λαϊκών στρωμάτων των πόλεων και της υπαίθρου. Όλα αυτά, όπως είναι γνωστό, οδήγησαν στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας και στο χωρισμό του κράτους σε «Κράτος των Αθηνών» και σε «Κράτος της Θεσσαλονίκης».
Η προσωρινή κυβέρνηση Βενιζέλου, στην προσπάθεια της να στρατολογήσει άνδρες για τη δημιουργία ισχυρού στρατού, ήρθε σε σύγκρουση, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, με τα κοινωνικά αυτά στρώματα. Νομίζω ότι κάτι ανάλογο συνέβη και στη Νάξο το 1917. Στις 2 Δεκεμβρίου 1916 φθάνει στο λιμάνι της Νάξου το ατμόπλοιο «Έλδα» με δύναμη 80 ανδρών περίπου, υπό τον ανθυπολοχαγό Νικόλαο Ρουσσάκη και τον πολιτικό αντιπρόσωπο της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης Τσιριμωνάκη. Το «Έλδα» συνοδευόταν από αγγλικό ανιχνευτικό αλιευτικό.
Η στρατιωτική δύναμη έγινε δεκτή από τους κατοίκους της Νάξου χωρίς καμιά αντίσταση ή επιθετική διάθεση. Μετά και από τη «διαβεβαίωση» του δημάρχου της πόλης καθώς και του αστυνομικού διευθυντή Αριστείδη Καλούτση, ο στρατός και δύναμη χωροφυλακής στρατοπέδευσαν στο δημοτικό σχολείο της πόλης. Κλήθηκαν τότε οι πρόεδροι όλων των Κοινοτήτων για να δηλώσουν ότι αναγνωρίζουν ως νόμιμη την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Οι πρόεδροι της Μονής και τ' Απεραθιού αρνήθηκαν. Το απόσπασμα βάδισε εναντίον της Μονής όπου η πρώτη ενέργεια ήταν να αφαιρεθεί από τους κατοίκους κάθε τι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αντίσταση.
«Μπαίνανε μες τα σπίτια οι στρατιώτες και ψάχνανε. Αν ήθελε νά ‘βρουνε τουφέκι, μαχαίρι, ξυράφι, το παίρνανε για ν' αφοπλίσουνε τσ' αθρώποι», αφηγείται η γερόντισσα, πια, Φωτεινή Χαμηλοθώρη. Αφού περικύκλωσαν το χωριό έκαναν έφοδο και μπήκαν μέσα. Οι Μονιάτες τους αντιμετώπισαν με γιουχαϊτά και βρισιές όπως «Κάτω οι προδότες, ζήτω ο Βασιλιάς». Μάζεψαν τέλος τον κόσμο στην πλατεία και έγιναν κάποια μικροεπεισόδια. Μια γερόντισσα, δηλαδή, έβαλε μέσα στην τσέπη της στάχτη και τους την πέταξε1, κάποιος άλλος πέταξε μια πέτρα χωρίς να επιτύχει το στόχο του. Στη συνέχεια συνέλαβαν τον πρόεδρο της Κοινότητας 2 μαζί με 19 άλλα άτομα και τους έστειλαν με αγγλικό αλιευτικό στη Σύρο, όπου τους απαγγέλθηκε κατηγορία «επί εξυβρίσει και εσχάτη προδοσία». Μόλις αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Ερμουπόλεως, ο πρόεδρος εδάρη από τον στρατιωτικό διοικητή Αιγαίου, Νικόστρατο Καλομενόπουλο, και οι άλλοι διαπομπεύτηκαν από τους βενιζελικούς της Σύρου. Μετά απ' όλ' αυτά υπογράφτηκε στη Μονή το πρωτόκολλο αναγνώρισης της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης και ο ανθυπολοχαγός Ρουσσάκης ξεκίνησε για τ' Απεράθου.
Στ' Απεράθου φιλοξενήθηκε για τέσσερις μέρες από τους κατοίκους αλλά στάθηκε αδύνατο να τους πείσει να «προσχωρήσουν εις την Εθνικήν Κυβέρνησιν». Στο διάστημα αυτό το αγγλικό κοντρόλ3 συμφώνησε με τους Απεραθίτες να αναγνωριστούν ουδέτεροι για όσο καιρό θα διαρκούσε ο πόλεμος. Οι όροι της συμφωνίας ήσαν: α) ο λαός της Απειράνθου να παραδίδει όπως και πρώτα σμύριδα και β) να δεχθεί βενιζελική αστυνομία. Για λόγους, όμως, που μέχρι σήμερα δεν έχουν γίνει γνωστοί η συμφωνία αυτή δεν υπογράφτηκε. Ο Ρουσσάκης αφού εξάντλησε όλα τα περιθώρια για να τους πείσει με ειρηνικά μέσα επέστρεψε στην Τραγαία και απέκλεισε τ' Απεράθου.
Οι Απεραθίτες είχαν κυνηγετικά όπλα, ελάχιστα όπλα τύπου γκρα, μερικά παλιά περίστροφα και λίγα πυρομαχικά. Είχαν όμως δυναμίτιδα την οποία χρησιμοποιούσαν για την εξόρυξη της σμύριδας και την κατείχαν βάσει ειδικών νόμων. Τη νύχτα, όταν κατάλαβαν ότι είχαν περικυκλωθεί, άναβαν φωτιές στις βουνοκορφές του χωριού και έριχναν φυσίγγια δυναμίτιδας για να διασκεδάζουν αλλά και για να δείξουν ότι έχουν οπλισμό. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του Δεκέμβρη 1916, οπότε ήρθε στη Νάξο από τη Σύρο όλη η στρατιωτική δύναμη του Αιγαίου με αρχηγό τον υπολογαχό, Δ. Σαμαρτζή, που προσπάθησε, καλώντας στην Τραγαία τους θεωρούμενους ως υποκινητές του λαού, να τους πείσει να υπογράψουν πρωτόκολλο αναγνώρισης της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης. Συγχρόνως το τορπιλοβόλο «Θέτις» άραξε στον όρμο Μουτσούνα — το κοντινότερο σημείο τ' Απεραθιού από τη θάλασσα - απ' όπου ο υπολοχαγός Σαμαρτζής, έστειλε το ακόλουθο τελεσίγραφο:
«Προς τους κατοίκους Απειράνθου.
Εξαντληθέντων πάντων των μέσων της επιεικείας, πάντων των στοιχείων της υπομονής, οφειλομένων εις την ελπίδα ότι ηθέλετε σκεφθεί πραγματικότερον, ευρίσκομαι εις την ανάγκη να σας δηλώσω ότι η κατάστασις αύτη δεν είναι ανεκτή πλέον, και ότι θα επιβληθεί το κράτος του νόμου, ότι παρουσιάζεται απόλυτος πλέον η ανάγκη της ησυχίας της νήσου... Σας προσκαλώ όπως, αφού σκεφθήτε ωριμότατα, αφού αφήσητε κατά μέρος κάθε ελατήριον το οποίο σας έκαμε να δημιουργηθεί η υφισταμένη κατάστασις, να υπογράψητε την προσχώρησιν, συγχρόνως δε φέρετε το ψήφισμα και παραδώσητε τα όπλα μέρχι της έκτης (6) μεταμεσημβρινής ώρας. Εγώ θα ευρίσκομαι εν Χαλκί (Τραγαία). Από της ώρας εκείνης εάν δεν δηλώσητε προθύμως προσχώρησιν και δεν παραδώσητε τα υπάρχοντα όπλα εις εμέ, τα οποία θα σας επιστραφώσιν εν καιρώ, θα θεωρηθήτε ως εχθροί, το χωρίον θα κηρυχθή εις κατάστασιν πολιορκίας, θα κηρυχθή ο στρατιωτικός νόμος, θα συσταθή έκτακτον Στρατοδικείον και θα κτυπηθήτε από ξηράς και θαλάσσης. Δε μας εξέλειπε και η τελευταία ελπίς ότι θα σκεφθήτε πραγματικώς πλέον.
Εκ του πολεμικού «Θέτις» ώρα 10.05'
Ο διοικητής της εν Νάξω στρατιωτικής δυνάμεως
Δ. ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ υπολ. πεζικού»
Το τελεσίγραφο έγινε γνωστό σ' ολόκληρο τον απεραθίτικο λαό ο οποίος, όμως, το έκρινε «ανάξιον οιασδήποτε απαντήσεως». Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε η γνώμη του Κολέα (Εμμ. Ζευγώλη) για τη λήψη της απόφασης. Μετά την απάντηση αυτή, την επόμενη μέρα 2 Ιανουαρίου 1917, ημέρα Δευτέρα, χαράματα σχεδόν, η στρατιωτική δύναμη προχωρεί προς το χωριό σε τάξη μάχης. Μόλις το αντελήφθησαν οι κάτοικοι ανέβηκαν στα δώματα των σπιτιών τους, άλλοι ανέβηκαν στη θέση Αγ. Παρασκευή (απ' αυτή την είσοδο θα έμπαινε ο στρατός στο χωριό).
Ο πρόεδρος της κοινότητας έσπευσε αμέσως να συναντήσει τον Σαμαρτζή, που του έθεσε προθεσμία δεκαπέντε λεπτών για να εκτελέσει το τελεσίγραφο. Ο πρόεδρος, βενιζελικός ο ίδιος, αρνήθηκε μεταφέροντας στον Σαμαρτζή την άποψη των κατοίκων, ότι δηλαδή θεωρούν ως αλλαξοπιστία την προσχώρηση. Μ' έναν ελιγμό, ο πρόεδρος προσπάθησε να αποφύγει το κακό. Είπε ότι δεν βλέπει το λόγο για τον οποίο θα πρέπει να καταστραφεί το χωριό, αφού μπορεί κάλλιστα να εισέλθει και αν κάποιος πάθει ο,τιδήποτε, θα μπορούσε να κρατηθούν ο πρόεδρος και άλλοι ως όμηροι και υπεύθυνοι για κάθε καταστροφή. Ο Σαμαρτζής αρνήθηκε και τότε ο πρόεδρος επέστρεψε και ανακοίνωσε στους συγκεντρωμένους κατοίκους την απόφαση του υπολοχαγού. Ακολουθεί νέα άρνηση των κατοίκων. Τότε ο υπολοχαγός αρχίζει να εκτελεί το σχέδιο του.
Στις 9 περίπου το πρωί το τορπιλοβόλο «Θέτις» από τον όρμο της Μουτσούνας άρχισε να βάλει κατά του χωριού· δεν είχε όμως ορατότητα και γι' αυτό οι βολές4 που έριξαν δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ο δε υπολοχαγός Σαμαρτζής διέταξε τα πυρά ομαδόν με επαναληπτικά όπλα τύπου γκρα και ενός πολυβόλου5, εναντίον του συγκεντρωμένου πλήθους που απείχε μόλις 80 περίπου βήματα από τους στρατιώτες. Κατόπιν με έφοδο ο στρατός μπήκε στο χωριό όπου συνέχισε τις βιαιότητες. Σκότωσαν με ξιφολόχη έξω από το σπίτι του το γέρο-Μπελιώτη, μέσα δε στο σπίτι του με χειροβομβίδα το Σταύρο Ν. Σταυριανό, όπως επίσης και τον Μιχαήλ Γρατσία ο οποίος τόλμησε να πει: «Βρε παιδιά, μα Τουρκιά μας ήβρηκε;». Εσύλησαν ακόμη αρκετούς, όπως το Δημήτρη Εμ. Βάσιλα, το Βασίλη Ιωαν. Καραπάτη και την Ειρήνη Εμ. Κώτσου της οποίας της έκοψαν το δάχτυλο για να αφαιρέσουν το δαχτυλίδι που φορούσε.
Το χωριό ολόκληρο, μετά την υπόδειξη του παπά Φραγκίσκου, σήκωσε λευκές σημαίες. Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν 32 νεκροί και 44 πληγωμένοι, από τους οποίους οι 15 έμειναν ανάπηροι. Μετά συνέλαβαν περίπου 120 άνδρες, οι οποίοι αφού περισυνέλεξαν τα πτώματα, τα έθαψαν σε κοινό λάκκο χωρίς καμιά θρησκευτική τελετή και, στη συνέχεια, φυλακίστηκαν για μια βδομάδα στην εκκλησία. Απ' αυτούς 80 μεταφέρθηκαν στο Δημοτικό Σχολείο της Χώρας. Αφού κρατήθηκαν εκεί για δέκα περίπου ημέρες αποφυλακίστηκαν6 όλοι, εκτός από την κλάση του 1916 που τους επιστράτευσαν και τους έστειλαν στη Σύρο. Τη διαταγή της αποφυλάκισης έδωσε ο Νικόστρατος Καλομενόπουλος, στρατιωτικός διοικητής Αιγαίου, που είχε έρθει από τη Σύρο για να ενημερωθεί για την κατάσταση. Η διοίκηση του αγγλικού πολεμικού ναυτικού μαθαίνοντας την ύπαρξη πληγωμένων έστειλε γιατρό και είδη νοσηλείας7. Αμέσως μετά επεβλήθη στ' Απεράθου στρατιωτικός νόμος. Το κοινοτικό συμβούλιο τ' Απεράθου με το παρακάτω πρακτικό αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τελικά το νέο καθεστώς:
«ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΕΙΡΑΝΘΟΥ.
Λαβόν υπ' όψιν ότι τα πρακτικά της σημερινής συνεδριάσεως, εν οις γίνεται λόγος περί προσχωρήσεως εις την Εθνικήν Κυβέρνησιν και έχον την γνώμην ότι η μέχρι σήμερα ασκηθείσα πολιτική, παρά την εκπεφρασμένη γνώμη του ελληνικού λαού και τα συνταγματικά δικαιώματα, απομακρύνουσα το έθνος από το πλευρό των ευεργέτιδων δυνάμεων δεν ανταποκρίνεται ούτε προς τις παραδόσεις, ούτε προς το φρόνημα αυτού, ή αντιστρατεύεται προς τα πραγματικά εθνικά συμφέροντα, ευρισκόμενα εις άκραν αντίθεσιν, προς τα συμφέροντα των πατροπαράδοτων αυτού εχθρών. Και ότι η ίδια αύτη πολιτική υπεβίβασε το κράτος από της περιοπής εις ην είχε αναβαθμιστεί δια των δύο νικηφόρων πολέμων, εις την σημερινήν αυτού αθλιότητα και ούτως διατρέχει μέγιστον κίνδυνον η ελληνική φυλή. Αποφαίνεται παμψηφεί: Προσχωρεί εις την Προσωρινήν Κυβέρνησιν με την πεποίθηση ότι αυτή θέλει περισώσει το κινδυνεύον ελληνικόν έθνος.
Εγένετο και εξεδώθη εν Απειράνθω εν τω κοινοτικώ καταστήματι
σήμερον την 5ην Φεβρουαρίου 1917 έτους
ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ.
Ο πρόεδρος Γ.Ν. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
Τα μέλη: Ι. ΣΚΛΗΡΑΚΗΣ, ΜΙΧ. Ν. ΠΡΩΤΟΝΟΤΑΡΙΟΣ, Ι. ΕΜΜ. ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ, Ε.Γ. ΜΠΟΥΓΙΟΥΚΑΣ, Γ.Α. ΓΡΑΤΣΙΑΣ, ΗΛ. ΗΛΙΑΔΗΣ, ΝΙΚ.Γ. ΚΑΤΙΝΑΣ, Λ.Γ. ΠΑΝΤΕΛΗΣ».
Την ίδια μέρα, 5 Φεβρουαρίου 1917, καταργήθηκε ο στρατιωτικός νόμος με την παρακάτω ανακοίνωση:
«ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΠΕΙΡΑΝΘΟΥ.
Λαβόντες υπ' όψιν την μετά την προσχώρησιν υμών ελληνοπρεπή διαγωγήν σας, δι' ης αποδεικνύεται ότι ο λαός της Απειράνθου μένει πιστός εις τα πάτρια ιδεώδη, αίρομεν τον στρατιωτικόν νόμον. Πεποιθότες ότι και εις το μέλλον θα εμμείνητε πιστοί και ακραιφνείς υποστηρικταί του εθνικού μας αγώνος.
Απείρανθος 5η Φεβρουαρίου 1917.
Ο εν Νάξω αντιπρόσωπος του Γενικού Στρατιωτικού Διοικητού
Ν. ΡΟΥΣΣΑΚΗΣ ανθυπολοχαγός πεζικού».
Τα γεγονότα κατά την άποψη των Βενιζελικών
Την πρώτη αναφορά των βενιζελικών για το θέμα της Απειράνθου τη συναντάμε στο τηλεγράφημα του ίδιου του Βενιζέλου. «Γεγονότα Νάξου έθλιψαν ημάς. Αποστείλατε τάχιστα ενισχύσεις εις τους μαχόμενους άνδρας μας κατά επιστράτων Νάξου. Ανάγκην αποσπάσωμεν ωραίαν νήσον από κράτους προδοτών Αθηνών. Μη φεισθήτε ουδενός». Για τους βενιζελικούς, μέσα στο κλίμα της γενικής έντασης και του διχασμού, και θεωρώντας τους προδότες της Αθήνας εμπόδιο για την ολοκλήρωση των σχεδίων τα οποία επαγγέλονταν, τα γεγονότα της Απειράνθου ήσαν η μοιραία, η αναγκαία κατάληξη της αντίστασης «ην οργάνωσαν γνωστοί αντιδραστικοί»8, οι οποίοι κατάφεραν να εμπνεύσουν τέτοιο τυφλό φανατισμό στους οπαδούς τους ώστε «μεθ' όλα τα ληφθέντα προς αυτούς ευγενή μέτρα ου μόνον δεν έστερξαν να προσχωρήσωσιν εις το εθνικόν κίνημα και εξακολουθήσωσιν τας εργασίας των, υπό την προστασίαν του νέου καθεστώτος, αλλά καθ' εκάστην χλευαστικότατα προεκάλουν τον στρατόν, ρίπτοντας δυναμίτιδας και πυροβολούντες, όστις και έθεσεν αυτούς εν αποκλεισμό».9
«Κατά τα αιματηρά γεγονότα που ηκολούθησαν εφονεύθηκαν υπό των διεξαγόντων την αντίδρασιν και πολλά γυναικόπαιδα, εν οις και η αδελφή του υπολοχαγού Σκευοφύλακος μετά του τέκνου της».10 Οι Απειράνθιοι, οι ορεσέβιοι τούτοι και γενναίοι άνδρες, φιλοπάτριδες και ειλικρινείς, έπιπτον θύματα ηθικών αυτουργών, αλλαχού διαμενόντων, έπιπτον θύματα της νοσηράς καθολικής καταστάσεως ήτις επεκράτη τότε».11
«Μετά την άσκοπον αιματοχυσίαν η τάξις όχι μόνον αποκατέστη αλλά και το κοινοτικόν συμβούλιον Απειράνθου ανεγνώρισε πλήρως το νέον καθεστώς, προς τιμήν δε των Απειρανθίων πρέπει να λεχθεί ότι μόλις και απηλλάγησαν των ηθικών δηλητηριάσεων, αμέσως και πρώτοι έσπευσαν εις την φωνήν της πατρίδος, να υπηρετήσωσιν υπό τας σημαίας του εθνικού στρατού της Αμύνης, εις ου και υπηρετούν επίλεκτοι Απειράνθιοι αξιωματικοί».12 Διακρίνουμε λοιπόν μια προσπάθεια δικαιολόγησης της υπόθεσης από τη μεριά των βενιζελικών. Οι Απεραθίτες αντιμετωπίζονται σαν τα θύματα της κατάστασης που επικρατούσε τότε, αλλά ήσαν ανταγωνιστές άξιοι σεβασμού.
Τα γεγονότα όπως τα είδαν οι αντιβενιζελικοί
Για τους αντιβενιζελικούς, βέβαια, τα γεγονότα δεν ήταν παρά «κακούργημα, ο παρόμοιον δεν απαντάται εν τη ανθρωπινή ιστορία, δια τα τε προκαλέσαντα τούτο ελατήρια, ως και δια την ψυχραιμίαν μεθ' ης εξετελέσθη».13 Κατά τον αποκλεισμόν δε «φαινομενικώς μόνον κατέλαβαν στρατιωτικώς δήθεν την δυτικήν οροσειράν του δήμου επί της οποίας την νύκτα ήναπτον πυρά, ενίοτε δε και έρριπτον φυσίγγια δυναμίτιδας, ουχί κατά των στρατιωτικών του αποκλεισμού, αλλά διασκεδάζοντες μεταξύ των και ίνα εμπνεύσωσιν αμοιβαίον θάρρος».14
Έπειτα «ουδείς επίστευεν ότι η παθητική αντίστασις τούτων θα κατεβάλετο δια της βίας των όπλων, αλλά δια του αποκλεισμού μάλλον και άλλων ηπιότερων μέσων, αποκλειόμενης της επιδειχθείσης αγριότητας».15 Κατά την περίοδο που ακολούθησε την αιματοχυσία, «και μέχρι σχεδόν της καταλύσεως της τυραννίας οι κάτοικοι διετέλεσαν υπό αληθή τρομοκρατίαν. Οι αστυνομικοί σταθμάρχαι, ελλείψει πραγματικής βασιλείας, εθεώρουν εαυτούς ανωτέρους παντός άρχοντος... Ούτω και δια το ελάχιστον έτι, άνδρας πρώτης γραμμής, πολλάκις μόλις επιστρέψαντες εκ του μετώπου, γέροντας και γυναίκας άξιους παντός σεβασμού συνελάμβανον και έδερον ανηλεώς... ήσαν ούτοι οι μάλλον μισητοί υπήκοοι της καταλυ-θείσης τυραννίας. Η απειλή της εξορίας ήτο η τρομερότερα όλων».16 Για τους αντιβενιζελικούς η αντίσταση ήταν αυθόρμητη. Οι Απεραθίτες σαν μοναδικό γνώρισμα της πορείας τους είχαν την ιδεολογία τους.
Μια πρώτη ερμηνεία
Για τον Απεραθίτη, «το λαϊκό άνθρωπο του παρακμασμένου ορεινού κόσμου, ο οποίος ψάχνει να βρει καταφύγιο που θα τον προστατέψει από την επίθεση της μεταπρατικής κοινωνίας μέσα στη γλώσσα που ακόμα κατέχει, αυτή του αντιφιλελευθερισμού, με την έννοια του αντιφραγκισμού, η μόνη συνολικότητα που του απομένει είναι η συντήρηση. Το κράτος ξαναγίνεται σταδιακά για τον κόσμο αυτό η γήινη παρουσία του θείου, ο βασιλιάς προστάτης της ορθοδοξίας, και κάθε τι που αντιδρά στην ενότητα της κοινότητας, αμάρτημα σατανικό. Ο επαναστάτης Βενιζέλος θα γίνει σε λίγο ο απόβλητος· και ο προσβεβλημένος βασιλιάς, είναι ο θεός που θέλει εκδίκηση, «ο Θεός που μακελώθηκε»,17 γράφει ο Κ. Μοσκώφ.
Ο χαρακτηρισμός «αντάρτης», που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον στρατιώτη του εθνικού στρατού του Βενιζέλου18, δείχνει ότι στη συνείδηση των ανθρώπων αυτών, η κίνηση του Βενιζέλου, η «προδοσία», δεν μπόρεσε να νομιμοποιηθεί απέναντι στη μοναδική νομιμότητα. Και το περιστατικό που ακολουθεί δηλώνει ανάλογη τοποθέτηση: όταν μετά τα επεισόδια ο στρατιωτικός διοικητής Αιγαίου, Νικόστρατος Καλομενόπουλος, διέταξε να κρατηθούν μερικοί από τους κρατουμένους σαν πρωταίτιοι, κάποιος ονόματι Μαργαρίτης του είπε: «Εσείς οι αξιωματικοί δεν μας είπατε να φυλάμε πίστη στον συνταγματικό βασιλέα των Ελλήνων; Αφού εσείς μας λέτε να γίνουμε προδότες, στο μέλλον, ένας γάιδαρος νά ‘ρθει θα τόνε ασπαστούμε».19
Η αφοσίωση στην ιδέα, ο πόνος για τους σκοτωμένους, οι εντυπώσεις και τα συναισθήματα από την εμπειρία αυτή έδωσαν τροφή στο μοναδικό τρόπο έκφρασης, προνόμιο των Απεραθιτών, που είναι ο έμμετρος λόγος. Η αφοσίωση στο βασιλιά εκφράζεται με τον ακόλουθο τρόπο:
«Η κεφαλή μου να κοπεί να κυλιστεί στο αίμα
δεν τ' απαρνιέμ' εγώ ποτέ του Βασιλιά το στέμμα».
Κι ακόμη:
«Όλα της Νάξου τα χωριά είναι παραδομένα
μα τ' Απεράθου κι η Μονή στέκονται τα καμένα.
Εμείς δεν παραδίνουμε χατίρι του κουμπάρου
στου Βενιζέλου τ' άδικο νάρθει μπαλιά του Χάρου».
Στις απειλές για αποκλεισμό απαντούσαν:
«Και να μας αποκλείσετε εμείς θα τρώμε χόρτα
και ξέρουμε να φέρνουμε και τσ' α(γ)ελάδες βόρτα.
Χορταράκια του βουνού και νερό του ποταμού και Κώτσο βασιλιά».
Η αντιπάθεια προς τους βενιζελικούς εκφράζεται με το παρακάτω:
«Όλοι οι βενιζελικοί στον Πάνερμο να πάνε
όπου 'ναι οι ριζαλωνιές κοπράχερα να φάνε.
Ζήτω του Βασιλιά βαράτε κι άλλη μια».
ή όπως διασώθηκε
«Ήφαα μια ζήτω του Βασιλιά ήφαα κι άλλη ζήτω του πάλι»,
έλεγε η Κυριακή Μ. Καραπάτη ενώ ήταν διάτρητη από οκτώ (8) σφαίρες πάνω στην Ψαρρή Πλάκα.
Το μοιρολόι:
«Χίλιες χιλιάδες τάληρα στα χέρια μου να πιάσω
πείτε μου που πουλάν παιδιάν α πάω ν' αγοράσω»,
ειπώθηκε από μια μάνα όταν της είπαν ότι μπορεί να πάρει κάποιο επίδομα για το θάνατο του παιδιού της.
Μια άλλη μάνα μέσα στο θρήνο γυρεύει εκδίκηση:
«Ανάθεμα τσοι τ' άνομοι, τσοι λυσσασμένοι σκύλοι
που 'ρθασι να σκοτώσουσι το (γ)ιο μου το Βασίλη.
Σα που σ' αδικοσκότωσα να τσ' αδικοσκοτώσου
και να τσ' ανεξερνά η (γ)ης σε χώμα να μη λειώσου.
Κι από την άχνη που 'βγαλε το αίμα σου Βασίλη
κατακλυσμός να εννηθεί και να πνι(γ)ούν οι σκύλοι».
Η εμπειρία του 1917 έπαιξε και αυτή το ρόλο της στην εκλογική συμπεριφορά των κατοίκων τ' Απεράθου. Στα χρόνια που ακολούθησαν η εκδίκηση για τη σφαγή δινόταν μέσα από την κάλπη. Οι βενιζελικοί συνδυασμοί ποτέ δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν κάποιο αξιόλογο ποσοστό. Στην εκλογική παρωδία της 22 Νοεμβρίου 1920, όπου πανελλαδικά στις 100 ψήφους οι 99 ήσαν υπέρ της επανόδου του βασιλιά, στην Απείραν-θο το ποσοστό ήταν 100%, δίχως να χρειασθεί κάποια «έξωθεν» επέμβαση. Η επάνοδος του χαιρετίστηκε από τον Απεραθίτικο λαό με το παρακάτω ψήφισμα:
«ΨΗΦΙΣΜΑ του λαού της Απειράνθου
συνελθόντος πανδήμω τη 23η Νοεμβρίου 1920
εν τω Μητροπολιτικώ ναώ της αυτής κωμοπόλεως.
Προς την Α.Μ. τον Βασιλέα των Ελλήνων Κωνσταντίνο ΙΒ' Αθήναι
Μεγαλειότατε,
Ο λαός της Απειράνθου διαβιβάζει ευλαβώς ημετέρα Μεγαλειότητι αποτελέσματα δημοψηφίσματος αυτού, υπέρ του διαδόχου του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, του Μεγάλου Εθνομάρτυρος Βασιλέως Κωνσταντίνου ΙΒ':
2αν Ιανουαρίου 1917: 32 νεκροί, 15 ανάπηροι, 29 πληγωμένοι, λεηλασία Απειράνθου.
1η Νοεμβρίου 1920: δια παμψηφίας κατάλυσις της τυραννίας
22α Νοεμβρίου 1920: δια παμψηφίας 580 ψηφισάντων, αποφαίνεται υπέρ της ταχίστης επανόδου Α.Μ. Βασιλέως Κωνσταντίνου χάριν σωτηρίας Πατρίδος.
Ο λαός της Απειράνθου».
Ακολουθούν τα ονόματα 32 νεκρών, 15 αναπήρων, 29 πληγωμένων.
Στα χρόνια που ακολουθούν παρατηρείται μια ανοδική πορεία των αντιβενιζελικών δυνάμεων. Στις βουλευτικές εκλογές του Αυγούστου 1928 το Λαϊκό Κόμμα πήρε 63,27% των ψήφων και το Κόμμα των Φιλελευθέρων το 35% . Συνολικά, στη Νάξο, το Λαϊκό Κόμμα συγκέντρωσε το 37,82% των ψήφων. Στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτέμβρη του 1932 το Λαϊκό Κόμμα πήρε το 76,46% ενώ το συνολικό ποσοστό στο νησί ήταν 46,35%. Βουλευτικές εκλογές Μάρτη 1933, το Λαϊκό Κόμμα πήρε 502 ψήφους, ποσοστό 75,6% και οι Φιλελεύθεροι 161 ψήφους, ποσοστό 24,28%. Σ' όλο το νησί το ποσοστό του Λαϊκού Κόμματος ήταν 53,67%. Στις εκλογές για την Γ' Αναθεωρητική Βουλή του Γενάρη του 1963 η «Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση» συγκέντρωσε ποσοστό 80,89% ενώ σε ολόκληρη τη Νάξο το ποσοστό ήταν 66,45%.
Βέβαια για τον εκλογικό αυτό προσανατολισμό σημαντική υπήρξε η επίδραση που άσκησε η εκτέλεση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη (Νοέμβρης του 1922). Η εκλογική ρίμα:
«το κόμμα το βασιλικό υποστηρίξετε το
γιατί το βενιζελικό εσκότωσε τον Πέτρο»,
δίνει το μέτρο της επίδρασης αυτής.
Προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε τα γεγονότα του ‘17 στ' Απεράθου. Δεν νομίζουμε ότι τα «φιλοβασιλικά» αισθήματα των Απεραθιτών μπορούν να εξηγηθούν από το γεγονός ότι πολλοί ήσαν οι Απεραθίτες που υπηρέτησαν δίπλα στον Κωνσταντίνο, ζώντας τον καθημερινά στη ζωή του στρατοπέδου κατά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-1914.
Ούτε τα αισθήματα αυτά μπορούν να αποδοθούν στη διαμόρφωση μιας ιδεολογίας που εξηγείται από την παρουσία του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη. Μολονότι από το 1904 η παρουσία του είναι συνεχής στην πολιτική ζωή και ο ρόλος του ενεργός, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως την εποχή εκείνη τα πολιτικά κόμματα δεν διέθεταν μια συνεκτική πολιτική ιδεολογία ή ακόμη τη σημερινή γραφειοκρατική δομή που τους επιτρέπει να μεσολαβούν και να ομοιογενοποιούν κοινωνικά αιτήματα· οι δεσμοί ήσαν χαλαροί και συνηθισμένες οι μετατοπίσεις από τη μια παράταξη στην άλλη τοπικών παραγόντων, που στήριζαν τη δύναμη τους σε τοπικές επιρροές. Αλλά και πάλι δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί ολόκληρος αυτός ο μηχανισμός των σχέσεων κρατικής πελατείας, που διαμορφώθηκε πολύ αργότερα, όταν στην πολιτική ζωή του νησιού κυριάρχησε η προσωπικότητα του Αρ. Π. Πρωτοπαπαδάκη.
Δεν εκινούντο λοιπόν από μια μοναρχική πολιτική ιδεολογία, δεν βρίσκονταν κάτω από την επίδραση συντηρητικών ιδεολογιών οι κάτοικοι της Απειράνθου το 1917. Κι άλλωστε ολόκληρη αυτή η αυθόρμητη και συγκινησιακή αντίδραση των ανθρώπων αυτών, όπως εκφράστηκε στην ποίηση τους, της οποίας αυτοί οι ίδιοι υπήρξαν δημιουργοί, μαρτυρά ακριβώς για το αντίθετο. Ίσως, ο Κωστής Μοσκώφ μας δίνει μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση για τα γεγονότα του ‘17 όπως διαδραματίστηκαν στ' Απεράθου.
Ίσως, όμως, να χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα από μιαν άλλη σκοπιά, όπως αυτή που μας υποδεικνύει ο Α. Gramsci: «ο ξωμάχος, ο μεροκαματιάρης του ορεινού τοπίου ζει πάντοτε έξω από το νόμο, έξω από την κρατιχή οντότητα, δίχως νομική προσωπικότητα, δίχως ηθική εξατομίκευση μπρος στην πολιτεία. Mένει πάντα στοιχείο ανεξάρτητο και αναρχικό μιας μάζας χάους που τα όρια της θέτει ο χωροφύλακας και ο διάβολος... δίχως δύναμη να κατανοήσει την οργάνωση, το κράτος, την πειθάρχιση και μολαταύτα υπομονετικός και επίμονος στην προσπάθεια του να αρπάξει από τη φύση τους σπάνιους καρπούς της, ικανός για κάθε θυσία μπρος στην οικογένεια του... παραμένει ανυπόμονος και βίαιος μέσα στην ανικανότητα του να κατανοήσει ένα κοινωνικό αγώνα, αδύναμος να δώσει ένα σκοπό στην πράξη του και να τον κυνηγήσει μέχρι το τέλος».19
Παραπομπές:
1. Προφανώς για να τους τυφλώσει.
2. Σε προσωπικές μαρτυρίες αναφέρεται ότι ο πρόεδρος φοβήθηκε και κρύφθηκε σ' ένα πολύ μεγάλο μπαούλο. Δεν ξεκαθαρίζεται όμως πως συνελήφθη στη συνέχεια.
3. Το κοντρόλ είχε εγκατασθεί στη Νάξο όπως και στα άλλα νησιά με αφορμή την εμφάνιση γερμανικών υποβρυχίων στο Αιγαίο και διατηρήθηκε καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Διευθυντής του ήταν ο Ρίσβεθ.
4. Σχετικά με τις κανονιές που έπεσαν, 2 ή 3 κατά άλλους, κοινή πεποίθηση είναι ότι ο Π. Βούλγαρης που ήταν αξιωματικός στο «Θέτις» είχε διαταγή να ρίξει 102 ή 103 κανονιές. Ο απεραθίτης ανθυπολοχαγός Σκευοφύλαξ όμως έσβησε το 10 και άφησε τον επόμενο αριθμό. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό είναι αλήθεια ή αν έμεινε σαν μύθος στις μνήμες των ανθρώπων που το ανέφεραν.
5. Το ένα από αυτά κατά τύχη δεν λειτούργησε.
6. Μια αιτία αποφυλάκισης ήταν και ο φόβος αντιποίνων στους βενιζελικούς.
7. Τις πρώτες βοήθειες έδωσαν οι γιατροί Φραγκίσκος και Ματζουράνης. Επίσης και ο Συριανός Ζαχαριάδης. Λέγεται δε ότι ο άγγλος γιατρός αφού περιποιήθηκε τους ντόπιους ρώτησε τον Σαμαρτζή αν έχει πληγωμένους για να τους περιποιηθεί. Όταν ο Σαμαρτζής απήντησε ότι δεν έχει κανένα του είπε: »γιατί εφονεύσατε και επληγώσατε αυτούς τους άοπλους ανθρώπους; Θα είσασταν κρεμασμένος και εσείς και ο αρχηγός σας, αν εκακουργείτο ούτως υπό αγγλικήν δικαιοσύνην».
8. «Ελεύθερος Τύπος», 1η Μαΐου 1920.
9. Νικηφόρου Κυπραίου, Εθνικόν Κίνημα ανά τας Κυκλάδας, σελ. 86.
10. Η Ειρήνη Ζαφ. Σκευοφύλακος αναφέρεται μεταξύ των νεκρών, ο δε επτάχρονος γιος της Αντώνης, μεταξύ των πληγωμένων.
11. Νικηφ. Κυπραίου, Εθνκχόν Κίνημα... οπ. π., σ. 88.
12. Στο ίδιο, σ. 89.
13. Δημοσθένης Εμμ. Πρωτοπαπαδάκης, Η τραγωδία της Απειράνθου, σ.3.
14. Γερακάρη, Εκ της συγχρόνου ιστορίας, σ. 265.
15. Αναφέρεται στο «Ναξιακό Μέλλον», Απρίλης 1958.
16. Δημοσθ. Εμμ. Πρωτοπαπαδάκης, Η Τραγωδία..., οπ. π., σ. 15.
17. Κωστής Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης. Η δια-μόρφωαη της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα, Αθήνα 1978, σ. 482.
18. Ο χαρακτηρισμός αυτός ήταν ευρύτατα διαδεδομένος όπως, για παράδειγμα, στο μοιρολόι:«ανάθεμα τη τη στιγμή,ανάθεμα την ώραοπούρθανε τ' αντάρτικαμεσ' της Αξάς τη Χώρα«,αλλά και σε προσωπικές αφηγήσεις εκφράζεται ο ίδιος αποτροπιασμός: «πιο απελπισία ήτονε οι αντάρτες του Βενιζέλου παρά τσοι Ιταλοί».
19. Μαρτυρία του Μαν. Ι. Αυγερινού.
20. Antonio Gramsci, La question meridionale, Roma, Editori Riuniti,1966.
Το κείμενο αναδημοσιεύεται από το περιοδικό “Απεραθίτικα”, τεύχος Ι 1988.
Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του γιατρού, Δημήτρη Μπάκαλου, με τίτλο:
«Η εποχή μου», που κυκλοφόρησε το 1998 από τις «Εκδόσεις των Φίλων».
«Η επίδοση μου στο σχολείο επηρεάστηκε και από τη μακροχρόνια διακοπή των μαθημάτων λόγω της ταραγμένης, τότε, πολιτικής καταστάσεως που είχε ως αποτέλεσμα την λεγόμενη «μάχη της Απειράνθου», που ήταν δολοφονία, αφού οι Απεραθίτες δεν έριξαν ούτε μια σφαίρα εναντίον των δολοφόνων τους. Στη λεγόμενη αυτή μάχη κινδύνευσε και ο γαμπρός μου και εγώ.
Ήταν Δεκέμβριος του 1916. Οι Απεραθίτες, που ήσαν όλοι βασιλόφρονες, με την εξαίρεση δέκα-δώδεκα συγχωριανών τους, δεν θέλανε να αναγνωρίσουν την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης και νόμισαν ότι θα μπορούσαν να αντισταθούν. Πριν από τη μάχη είχε προηγηθεί η είσοδος ογδόντα χωροφυλάκων και στρατιωτών μέσα στο χωριό. Ο επικεφαλής τους ανθυπολοχαγός φοβήθηκε να χρησιμοποιήσει βία και αποχώρησε περιμένοντας ενισχύσεις. Τ’ Απεράθου είχε τότε περισσότερους από δύο χιλιάδες κατοίκους και ο αξιωματικός πίστευε ότι η δύναμη που διέθετε δεν ήταν επαρκής για να επιβάλει την τάξη. Το χωριό, όμως, δεν είχε μόνο πολιτική σημασία, λόγω του Πρωτοπαπαδάκη, αλλά διέθετε και το σμιρίγλι (σμύριδα), που χρησιμοποιούσαν οι Αγγλογάλλοι για το καθάρισμα των κανονιών τους, και έπρεπε οπωσδήποτε να υποταχθεί.
Όλα τα χωριά της Νάξου είχαν αναγνωρίσει την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, εκτός από τη Μονή καί τ' Απεράθου. Ύστερα από μια εικονική αντίσταση, δηλαδή γιουχαϊσμούς, και χωρίς θύματα, υπέκυψε και η Μονή. Εικονική αλλά πιο θορυβώδης ήταν και η αντίσταση των Απεραθιτών. Μαζεύονταν τη νύχτα στις δυτικές κορυφογραμμές του Φαναριού και στον Αη Γιάννη, δηλαδή στην είσοδο του χωριού για τους ερχόμενους από τη Χώρα και από τα άλλα χωριά. Εκεί, κυρίως στον Αη Γιάννη, τη νύχτα, χαλούσαν τον κόσμο, ρίχνοντας δυναμίτες, που υπήρχαν σε αφθονία για την εξόρυξη του σμιριγλιού. Με μια σάλπιγγα, λάφυρο των βαλκανικών πολέμων, που διέθετε ένας ξάδελφός μου, και με μερικούς πυροβολισμούς με κυνηγετικά και ίσως ένα δυο πολεμικά όπλα δημιουργούσαν μια ψευδοπολεμική ατμόσφαιρα, που τους εστοίχισε πολύ ακριβά. Η διάδοση ότι ένα γερμανικό υποβρύχιο είχε αποβιβάσει 400 όπλα, περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Από το άλλο μέρος, οι Αμυνίτες, δηλαδή οι Βενιζελικοί, είχαν συγκεντρώσει στη Νάξο ένα λόχο από 250 στρατιώτες, ενισχυμένο με πολλούς Κρήτες χωροφύλακες και ένα μικρό τορπιλοβόλο, τη «Θέτιδα» με κυβερνήτη τον, μετά από πολλά χρόνια αρχηγό του στόλου στη Μέση Ανατολή και μετέπειτα πρωθυπουργό, Βούλγαρη. Το τορπιλοβόλο είχε αγκυροβολήσει, την ημέρα της λεγόμενης μάχης, στο λιμάνι τ' Απεράθου, στη Μουτσούνα. Ο λόχος αυτός είχε αποκλείσει το χωριό με σκοπό να αναγκασθεί να παραδοθεί από έλλειψη τροφίμων. Όταν ο επικεφαλής του λόχου υπολοχαγός Σαμαρτζής, αντελήφθηκε ότι οι Απεραθίτες ήσαν αμετάπειστοι αποφάσισε να χρησιμοποιήσει βία.
Το πρωί, στίς 2 Ιανουαρίου του 1917, ήταν Δευτέρα, ο λόχος εμφανίστηκε στην κορυφογραμμή του Φαναριού. Η είδηση διαδόθηκε αστραπιαία και όλοι οι κάτοικοι του επάνω χωριού, της Φυροΐστρας, άντρες, γυναίκες και παιδιά έτρεξαν πάνω από την Αγία Παρασκευή, γύρω στο μύλο του Δράκου και κάτω από το αμπέλι του Μπαλλαρίνου. Το ίδιο έκανε ο γαμπρός μου και εγώ. Στο σπίτι έμεινε μόνον η Παρασκευή, που ήταν έγκυος στο πρώτο της παιδί και η μικρή αδελφή μου, που δεν ήταν ακόμη πέντε χρονών. Αυτή η φοβερή μέρα έμεινε χαραγμένη βαθιά μέσα μου και την ανέφερα, από τότε, πολύ συχνά. Θυμάμαι τους στρατιώτες που κατέβαιναν από το βουνό «σε τάξη μάχης» σιγά και με διαδοχικά άλματα, κρύβονταν πίσω από θάμνους ή βουνόπετρες για να προφυλαχθούν από τα ανύπαρκτα πυρά των Απεραθιτών και των γυναικόπαιδών τους. Το ίδιο συνέβαινε και στο κάτω χωριό, το Κατήφορο, όπου οι κάτοικοι είχαν μαζευτεί επάνω στα δώματα των σπιτιών τους.
Καθώς οι αμυνίτες κατέβαιναν και έβλεπαν ότι δεν υπήρχε αντίσταση, άφησαν τα άλματα και τα πριμνηδόν καί παρατάχθηκαν με προτεταμένα τα όπλα στον επάνω τράφο (ξηρότοιχο) του αμπελιού του Μπαλλαρίνου, 150 μέτρα περίπου από την είσοδο του χωριού. Οι Φυροϊστιανοί, οι κάτοικοι του επάνω χωριού, είχαν μαζευτεί κοντά στον κάτω τοίχο του αμπελιού του Μπαλλαρίνου. Το φράγμα, που ήταν επικλινές μεταξύ του επάνω και του κάτω τράφου, έσωσε πολύ κόσμο. Ο υπολοχαγός Σαμαρτζής κάλεσε τον πρόεδρο του χωριού και του ζήτησε να το παραδώσει εγγράφως, με προθεσμία ενός τετάρτου της ώρας. Ο πρόεδρος απάντησε ότι όπλα δεν υπήρχαν και ότι ο λόχος μπορούσε να μπει ανενόχλητος στο χωριό.
Μια ώρα προηγουμένως το τορπιλοβόλο «Θέτις» είχε ρίξει δύο κανονιές. Η απόσταση για τα κανόνια της Θέτιδας ήταν πολύ μεγάλη και το χωριό αθέατο γι' αυτήν και πολύ ψηλότερα από τη θάλασσα. Η μια οβίδα έπεσε κοντά στο χωριό, πάνω από το πηγάδι της Παναγίας, και έκανε απλώς μια τρύπα, χωρίς άλλη ζημιά. Η άλλη, δεν έφθασε καν στην περιοχή του χωριού. Όπως μου διηγήθηκε πολύ αργότερα, ένας αξιωματικός που υπηρετούσε τότε στη «Θέτιδα», χρησιμοποιήθηκαν σάκκοι γεμάτοι με άμμο για να γύρει το πλοίο στο πλευρό του και να σηκωθεί ψηλότερα η κάνη του πυροβόλου. Θα μπορούσε να γελάσει κανείς, αν έβλεπε τη «Θέτιδα» και εάν η όλη ιστορία δεν είχε τόσο τραγικό τέλος.
Όταν έληξαν τα δεκαπέντε λεπτά του τελεσιγράφου, με μόνη απάντηση: «Ζήτω ο Βασιληάς» και οι κανονιές της «Θέτιδος» δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, ο υπολοχαγός Σαμαρτζής διέταξε το «φονικό πυρ» εναντίον των απροστάτευτων ανδρών καί γυναικόπαιδων τ' Απεράθου. Οι περισσότεροι, όσοι ήξεραν από πόλεμο, έπεσαν μπρούμητα ή έτρεξαν προς τον κάτω τοίχο του κτήματος Μπαλλαρίνου. Οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεξαν προς τα κοντινά σπίτια του χωριού. Θυμούμαι την ανακούφιση που αισθάνθηκα όταν έφθασα στον τοίχο του σπιτιού που με προφύλαξε από τις σφαίρες που έπεφταν κοντά μου σ' όλη μου τη διαδρομή.
Ο παιδικός μου φίλος και γείτονας Αναματερός, ένα χρόνο μεγαλύτερος μου, δώδεκα χρονών, σκοτώθηκε κάπου εκεί κοντά μου, χωρίς μέσα στη παραζάλη μου ν' αντιληφθώ τίποτε και που ακριβώς έπεσε. Και στο κάτω χωριό, το Κατήφορο, σκοτώθηκαν αρκετοί, εκτεθειμένοι όπως ήσαν επάνω στα δώματα των σπιτιών τους. Αφού σκοτώθηκαν 32 και τραυματίστηκαν πολλοί περισσότεροι, ο Σαμαρτζής, νικητής και τροπαιούχος μπήκε, σαν κατακτητής, στ' Απεράθου με τους στρατιώτες εφ' όπλου λόγχη.
Το σπίτι μου ήταν πολύ κοντά στον τόπο των φόνων και όταν μπήκα μέσα οι σφαίρες περνούσαν ακόμη πάνω από το δώμα. Η αδελφή μου, μόλις 17 ετών και έγκυος στο πρώτο της παιδί, με έψαχνε να δει αν ήμουν τραυματισμένος. Σε λίγο έφθασε και ο άντρας της και κρύφτηκε αμέσως στο υπόγειο του σπιτιού. Το υπόγειο ήταν κατά τέτοιο τρόπο χτισμένο, ώστε να μη γίνεται αντιληπτό, σε όποιον έμπαινε στο σπίτι. Η είσοδος του υπογείου, κρυβότανε από ένα μπαούλο. Ένα ντουλάπι πάνω από την είσοδο του υπογείου, σαν βιτρίνα, συμπλήρωνε την ανυπαρξία του, σε όποιον δεν ήξερε το σπίτι. Έτσι ο γαμπρός μου απέφυγε την σύλληψη και τον εγκλεισμό με τους περισσότερους άντρες του χωριού που τους έπιασαν στο δρόμο ή στα σπίτια τους.
Εγώ, ένα ζωηρό παιδί 11 ετών, δεν μπορούσα να κρατηθώ στο σπίτι. Μόλις έπαψαν οι πυροβιλισμοί, ξέφυγα από την αδελφή μου και βγήκα στους δρόμους να δω τι γίνεται. Συναντούσα παντού στρατιώτες που περιπολούσαν και ερευνούσαν τα σπίτια με εφ' όπλου λόγχη. Ένας, μάλιστα, από τους 32 σκοτωμένους κτυπήθηκε με λόγχη μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του. Μέσα στα σπίτια ακούγονταν οι φωνές και οι οδυρμοί των γυναικών που έκλαιγαν τους νεκρούς τους. Πήγα στο κάτω χωριό να δω τι είχε συμβεί εκεί. Έφθασα στο δώμα του Σταυριανού και αντίκρυσα ένα θέαμα που δεν το λησμόνησα ποτέ. Ένας άντρας ήταν ξαπλωμένος με μια τρύπα στο μέτωπο. Έμαθα κατόπιν ότι ήταν ο Γ. Οικονόμου. Ο γυιός του, που σπούδασε νομικά και εξελίχθηκε ως ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου των Οικονομικών, δεν ξαναγύρισε στο χωριό, κάτι πού είναι μοναδικό για έναν γεννημένο στ' Απεράθου.
Τα γεγονότα στ' Απεράθου με 32 σκοτωμένους και θαμμένους σ' ένα λάκκο, δεν είναι μόνο θλιβερά και εγκληματικά, θα έλεγα, αλλά και παράλογα. Θα μπορούσαν να αποφευχθούν εάν επικρατούσε η στοιχειώδης λογική. Ο υπολοχαγός δεν θα έπρεπε να ζητεί έγγραφη παράδοση από άντρες και γυναίκες που ήταν άοπλοι μπροστά του και τους έβλεπε. Αλλά και οι προύχοντες του χωριού, που ήσαν όλοι σχεδόν βενιζελικοί, θα έπρεπε να κατέβουν στην Τραγαία και να βεβαιώσουν το διοικητή του λόχου ότι δεν υπήρχαν όπλα καί ότι θα μπορούσε να μπει στο χωριό πιάνοντας τους ζωηρότερους, όπως έγινε στη Μονή.
Τα γεγονότα τ' Απεράθου δεν είναι δυστυχώς και τα μοναδικά. Θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μια σταγόνα μέσα στον ωκεανό του μεγάλου παραλογισμού που κατέληξε στον εθνικό διχασμό, την μικρασιατική καταστροφή και στη συρρίκνωση του ελληνισμού, που συνεχίζεται και σήμερα, με τη μια ή την άλλη μορφή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου